ἀγώνισις: Difference between revisions
From LSJ
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγώνῐσις:''' ἡ ([[ἀγωνίζομαι]]), [[αγώνας]] για [[βραβείο]], [[μάχη]], [[διαγωνισμός]] για έπαθλο, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀγώνῐσις:''' ἡ ([[ἀγωνίζομαι]]), [[αγώνας]] για [[βραβείο]], [[μάχη]], [[διαγωνισμός]] για έπαθλο, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγώνισις:''' εως ἡ Thuc. = [[ἀγωνισμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A a contending for a prize, Th.5.50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγώνῐσις: ἡ, (ἀγωνίζομαι) τὸ ἀγωνίζεσθαι χάριν βραβείου, Θουκ. 5. 50.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. ἀγωνισμός.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 competición Th.5.50.
2 intento, esfuerzo Procop.Arc.1.4.
Greek Monotonic
ἀγώνῐσις: ἡ (ἀγωνίζομαι), αγώνας για βραβείο, μάχη, διαγωνισμός για έπαθλο, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγώνισις: εως ἡ Thuc. = ἀγωνισμός.