ἀδείμαντος: Difference between revisions
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀδείμαντος:''' -ον ([[δειμαίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], σε Πίνδ. κ.λπ.· επίρρ. [[ἀδειμάντως]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκεί]] όπου δεν υπάρχει, δεν υφίσταται [[φόβος]], αυτός που δεν προξενεί φόβο· [[οἰκία]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀδείμαντος:''' -ον ([[δειμαίνω]]),<br /><b class="num">1.</b> [[άφοβος]], [[ατρόμητος]], σε Πίνδ. κ.λπ.· επίρρ. [[ἀδειμάντως]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> [[εκεί]] όπου δεν υπάρχει, δεν υφίσταται [[φόβος]], αυτός που δεν προξενεί φόβο· [[οἰκία]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀδείμαντος:''' <b class="num">1)</b> безбоязненный, неустрашимый ([[παῖς]] Pind.): οὐκ ἀ. [[ἑαυτοῦ]] Aesch. боящийся за себя; [[ὅστις]] ἦλθ᾽ ἀδειμάντῳ [[ποδί]] Eur. который бесстрашно прошел;<br /><b class="num">2)</b> не внушающий страха, безопасный ([[οἰκία]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:29, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, (δειμαίνω)
A fearless, dauntless, Pi.N.10.17, etc.; ἦλθ' ἀ. ποδί E.Rh.697: c. gen., ἐμαυτῆς ἀ. without fear for myself, A.Pers.162. Adv. -τως Id.Ch.771. 2 where no fear is, οἰκία Luc.Philops.31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδείμαντος: -ον, (δειμαίνω) ἄφοβος, ἀκατάπληκτος, Πινδ. Ν. 10. 30, κτλ.· μ. γεν., ἀδ. ἐμαυτῆς, ἄνευ φόβου περὶ ἐμαυτῆς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 162: - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. Χο. 771. 2) ἔνθα οὐδεὶς ἔγκειται φόβος, ὁ μὴ παρέχων φόβον, οἰκία, Λουκ. Φιλόψ. 31.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui ne s’effraie pas : ἀδείμαντος ἐμαυτῆς ESCHL sans crainte pour moi-même;
2 où il n’y a rien à craindre.
Étymologie: ἀ, δειμαίνω.
English (Slater)
ᾰδείμαντος
1 fearless, of Herakles ἀθανάτων βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν, σπέρμ' ἀδείμαντον φέρων Ἡρακλέος (N. 10.17) τὸν ἀδείμαντον Ἀλκμήνα τέκεν παῖδα (I. 1.12)
Greek Monotonic
ἀδείμαντος: -ον (δειμαίνω),
1. άφοβος, ατρόμητος, σε Πίνδ. κ.λπ.· επίρρ. ἀδειμάντως, σε Αισχύλ.
2. εκεί όπου δεν υπάρχει, δεν υφίσταται φόβος, αυτός που δεν προξενεί φόβο· οἰκία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀδείμαντος: 1) безбоязненный, неустрашимый (παῖς Pind.): οὐκ ἀ. ἑαυτοῦ Aesch. боящийся за себя; ὅστις ἦλθ᾽ ἀδειμάντῳ ποδί Eur. который бесстрашно прошел;
2) не внушающий страха, безопасный (οἰκία Luc.).