ἀθάρη: Difference between revisions
Ὁ νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀθάρη:''' [θᾰ], ἡ, λέγεται για πληγούρι ή [[άλευρο]], [[χυλός]] από [[αλεύρι]] βρώμης, χονδραλεσμένος [[σίτος]] και [[πηκτός]] [[ζωμός]] από αυτόν, σε Αριστοφ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἀθάρη:''' [θᾰ], ἡ, λέγεται για πληγούρι ή [[άλευρο]], [[χυλός]] από [[αλεύρι]] βρώμης, χονδραλεσμένος [[σίτος]] και [[πηκτός]] [[ζωμός]] από αυτόν, σε Αριστοφ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀθάρη:''' ἡ егип. каша из хлебных зерен Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 31 December 2018
English (LSJ)
(not ἀθάρα, Moer.184, cf Hdn.Gr.1.340), ἡ,
A gruel or porridge, Ar.Pl.673, Pherecr.108.3, Crates9, Nicoph.15, Anaxandr.41.42. [ᾰθᾰρη ll.cc.: cf. ἀθήρα.]
German (Pape)
[Seite 45] ἡ, Weizenmehlbrei, Ar. Plut. 683 und a. com., neben ἔτνος Crates B. A. 3521 nach B. A. 10 πυρῶν ἡψημένων καὶ διακεχυμένων; äolisch ἀθήρη. Nach Plin. H. N. 22, 25 ägyptisch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθάρη: (οὐχὶ ἀθάρα, Piers. Μοῖρ. 184), ἡ, χονδροαλεσμένος σῖτος, ζωμὸς (πηκτὸς) ἐξ αὐτοῦ. Ἑλλάνικ. 179, Ἀριστοφ. Πλ. 673. Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι», 1. 3. Κράτης ἐν «Ἥρωσιν», 2. Νικοφῶν ἐν «Χειρογάστορσιν» 2, Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ», 1. 42. (Αἰγυπτιακὴ λέξις κατὰ Πλίνιον 22, 25: ― ἀλλ’ ἴδε ἐν λέξει ἄνθος).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
att. p. ἀθάρα.
Greek Monotonic
ἀθάρη: [θᾰ], ἡ, λέγεται για πληγούρι ή άλευρο, χυλός από αλεύρι βρώμης, χονδραλεσμένος σίτος και πηκτός ζωμός από αυτόν, σε Αριστοφ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀθάρη: ἡ егип. каша из хлебных зерен Arph.