ἀήσυλος: Difference between revisions

From LSJ

φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀήσῠλος:''' αντί [[αἴσυλος]], [[πονηρός]], διεστραμμένος, [[φαύλος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀήσῠλος:''' αντί [[αἴσυλος]], [[πονηρός]], διεστραμμένος, [[φαύλος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀήσῠλος:''' Hom. = [[αἴσυλος]].
}}
}}

Revision as of 15:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀήσῠλος Medium diacritics: ἀήσυλος Low diacritics: αήσυλος Capitals: ΑΗΣΥΛΟΣ
Transliteration A: aḗsylos Transliteration B: aēsylos Transliteration C: aisylos Beta Code: a)h/sulos

English (LSJ)

   A = αἴσυλος, wicked, ἔργα Il.5.876.

German (Pape)

[Seite 44] = αἴσυλος, Hom. einmal, Il. 5, 876.

Greek (Liddell-Scott)

ἀήσῠλος: ἀντὶ αἴσυλος, = πονηρός, φαῦλος. Ἰλ. Ε. 876.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
criminel.
Étymologie: cf. αἴσυλος.

English (Autenrieth)

= αἴσυλος, Il. 5.876†.

Spanish (DGE)

(ἀήσῠλος) -ον

• Prosodia: [ᾰ-]
malvado ἔργα Il.5.876, cf. EMα 354, 360.

Greek Monotonic

ἀήσῠλος: αντί αἴσυλος, πονηρός, διεστραμμένος, φαύλος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀήσῠλος: Hom. = αἴσυλος.