αἰολομίτρης: Difference between revisions
ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αἰολομίτρης:''' -ου, ὁ ([[μίτρα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει λαμπερή ή αστραφτερή [[ζώνη]] ([[επειδή]] ήταν επιμεταλλωμένη), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει ποικιλόχρωμη, πολύχρωμη [[τιάρα]] ([[μίτρα]]), σε Θεόκρ. | |lsmtext='''αἰολομίτρης:''' -ου, ὁ ([[μίτρα]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει λαμπερή ή αστραφτερή [[ζώνη]] ([[επειδή]] ήταν επιμεταλλωμένη), σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που έχει ποικιλόχρωμη, πολύχρωμη [[τιάρα]] ([[μίτρα]]), σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αἰολομίτρης:''' ου adj. m<br /><b class="num">1)</b> опоясанный сверкающим или пестрым поясом (Ὀρέσβιος Hom.);<br /><b class="num">2)</b> (v. l. αἰολόμιτρος) с пестрой митрой на голове ([[Πέρσαι]] Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A with glittering girdle, Il.5.707. II with variegated mitre or turban, Theoc.17.19.
Greek (Liddell-Scott)
αἰολομίτρης: -ου, ὁ, ὁ ἔχων λάμπουσαν ἢ ἀπαστράπτουσαν ζώνην (ἐπειδὴ ἦτο κεκαλυμμένη διὰ μετάλλου, Ἰλ. Δ. 216), ἢ ὁ εὐχερῶς κινούμενος ἐν τῷ ἰδίῳ ζωστῆρι (ἴδε αἰόλος), Ἰλ. Ε. 707. ΙΙ. ἔχων ποικίλην μίτραν, ἤτοι τιάραν, Πέρσαι, Θεόκρ. 17.19.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
au ceinturon de couleurs variées.
Étymologie: αἰόλος, μίτρα.
English (Autenrieth)
(μίτρη): with glancing belt of mail, Il. 5.707.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 que tiene una mitra (cinturón de la armadura) de brillo cambiante, Il.5.707, Q.S.8.111.
2 de mitra (especie de diadema) de brillo cambiante Theoc.17.19.
Greek Monotonic
αἰολομίτρης: -ου, ὁ (μίτρα),
I. αυτός που έχει λαμπερή ή αστραφτερή ζώνη (επειδή ήταν επιμεταλλωμένη), σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτός που έχει ποικιλόχρωμη, πολύχρωμη τιάρα (μίτρα), σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
αἰολομίτρης: ου adj. m
1) опоясанный сверкающим или пестрым поясом (Ὀρέσβιος Hom.);
2) (v. l. αἰολόμιτρος) с пестрой митрой на голове (Πέρσαι Theocr.).