ἀκμόνιον: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκμόνιον:''' τό, υποκορ. του επόμ., σε Αίσωπ. | |lsmtext='''ἀκμόνιον:''' τό, υποκορ. του επόμ., σε Αίσωπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκμόνιον:''' τό наковаленка Aesop. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:40, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, Dim. of sq., Aesop.413.
German (Pape)
[Seite 75] τό, kleiner Ambos, Aesop. 284.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκμόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Αἴσωπ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite enclume.
Étymologie: ἄκμων².
Greek Monolingual
ἀκμόνιον, το (Α)
υποκοριστικό του άκμων.
Greek Monotonic
ἀκμόνιον: τό, υποκορ. του επόμ., σε Αίσωπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκμόνιον: τό наковаленка Aesop.