ἀκανθοστεφής: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀκανθοστεφής]])<br />[[στεφανωμένος]] με αγκάθια, αυτός που φοράει ακάνθινο [[στέφανο]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[ψάρι]]) με αγκάθια στη [[ράχη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκανθα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στεφὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[στέφος]] «[[στεφάνι]], [[στέμμα]]»]. | |mltxt=-ές (Α [[ἀκανθοστεφής]])<br />[[στεφανωμένος]] με αγκάθια, αυτός που φοράει ακάνθινο [[στέφανο]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[ψάρι]]) με αγκάθια στη [[ράχη]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄκανθα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>στεφὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[στέφος]] «[[στεφάνι]], [[στέμμα]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκανθοστεφής:''' усаженный шипами, колючеперый ([[ἰχθύς]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, of a fish,
A prickle-backed, Arist.Fr.295.
German (Pape)
[Seite 68] ἰχθύς, stachelumgebener Fisch, Arist. bei Ath. VII, 319 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκανθοστεφής: -ές, ἐπὶ ἰχθύος ἀκανθώδη ἔχοντος τὰ νῶτα, Ἀριστ. Ἀποσπ. 279.
Spanish (DGE)
-ές
que lleva pinchos en el lomodel pez labro, Arist.Fr.295.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκανθοστεφής)
στεφανωμένος με αγκάθια, αυτός που φοράει ακάνθινο στέφανο
αρχ.
(ψάρι) με αγκάθια στη ράχη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄκανθα + -στεφὴς < στέφος «στεφάνι, στέμμα»].
Russian (Dvoretsky)
ἀκανθοστεφής: усаженный шипами, колючеперый (ἰχθύς Arst.).