ἀλάθεια: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλάθεια:''' ἀλᾱθής, Δωρ. αντί <i>ἀλήθ-</i>. | |lsmtext='''ἀλάθεια:''' ἀλᾱθής, Δωρ. αντί <i>ἀλήθ-</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλάθεια:''' ἡ дор. = [[ἀλήθεια]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ἀλᾱθής, Dor. for ἀλήθ-.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλάθεια: ἀλᾱθής, Δωρ. ἀντὶ ἀλήθεια, ἀληθής.
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἀλήθεια.
English (Slater)
ᾰλᾱθεια (-ει(α), -είας, -είᾳ, -ειαν, -εια)
1 truth
a τελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι (O. 7.69) Οὐλυμπία, δέσποιν' ἀλαθείας (O. 8.2) ὅ τ' ἐξελέγχων μόνος ἀλάθειαν ἐτήτυμον χρόνος (O. 10.54) εἰ δὲ νόῳ τις ἐχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν (P. 3.103) οὔ τοι ἅπασα κερδίων φαίνοισα πρόσωπον ἀλάθεἰ ἀτρεκής (v. l. ἀτρεκές.) (N. 5.17) εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν (N. 7.25) φυλάξαι ῥῆμ' ἀλαθείας λτ;γτ; ἄγχιστα βαῖνον, χρήματα χρήματ ἀνήρ” (ἐτᾶς supp. Bergk: ὁδῶν Hermann.) (I. 2.10)
b pro pers. θυγάτηρ Ἀλάθεια Διός (O. 10.4) ἀρχὰ μεγάλας ἀρετᾶς, ὤνασσ' Ἀλάθεια fr. 205.
Spanish (DGE)
dór. v. ἀλήθεια.
Greek Monotonic
ἀλάθεια: ἀλᾱθής, Δωρ. αντί ἀλήθ-.
Russian (Dvoretsky)
ἀλάθεια: ἡ дор. = ἀλήθεια.