ἀκτέον: Difference between revisions
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(2) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἄγω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να οδηγεί, σε Πλάτ. κ.λπ.· εἰρήνην [[ἀκτέον]], [[κάποιος]] πρέπει να διαφυλάσσει την [[ειρήνη]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό στο οποίο πρέπει [[κάποιος]] να [[πάει]] ή να οδεύσει, να προχωρήσει, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ἄγω]],<br /><b class="num">I.</b> αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να οδηγεί, σε Πλάτ. κ.λπ.· εἰρήνην [[ἀκτέον]], [[κάποιος]] πρέπει να διαφυλάσσει την [[ειρήνη]], σε Δημ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό στο οποίο πρέπει [[κάποιος]] να [[πάει]] ή να οδεύσει, να προχωρήσει, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκτέον:''' adj. verb. κ [[ἄγω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:44, 31 December 2018
English (LSJ)
(ἄγω)
A one must lead, Pl.R.467e, etc.; one must treat, τινὰς τρυφερώτερον Sor.2.9; one must bring, εἰς ὑπόμνησιν Apollon.Cit. 3. 2 εἰρήνην ἀκτέον one must keep peace, And.3.40, D.8.5. II one must go, march, X.HG6.4.5. III Adj., ἀκτέος, α, ον, to be drawn, γραμμαί Gal.16.406; to be led away, ἐπὶ τὸ κολασθῆναι D.23 Arg.2.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἄγω, πρέπει τις να ἄγη, ὁδηγῆ, Πλάτ. Πολ. 467Ε, κτλ.· εἰρήνην ἀκτέον, πρέπει τις νά τηρῇ εἰρήνην, Ἀνδοκ. 28. 28, Δημ. 91.11. ΙΙ. πρέπει νὰ ὑπάγῃ τις ἢ νὰ ἐλάσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 5.
Spanish (DGE)
1 hay que llevar τινὰς ἐπὶ τὴν θείαν Pl.R.467e
•hay que traer τοῦτο ... εἰς ὑπόμνησιν Apollon.Cit.3.29
•intr. c. sent. hostil hay que atacar ἐπὶ τοὺς ἄνδρας X.HG 6.4.5.
2 hay que mantener εἰρήνην And.3.40, D.8.5.
3 medic. hay que tratar τινὰς τρυφερώτερον Sor.98.29.
Greek Monotonic
ἀκτέον: ρημ. επίθ. του ἄγω,
I. αυτό που πρέπει κάποιος να οδηγεί, σε Πλάτ. κ.λπ.· εἰρήνην ἀκτέον, κάποιος πρέπει να διαφυλάσσει την ειρήνη, σε Δημ.
II. αυτό στο οποίο πρέπει κάποιος να πάει ή να οδεύσει, να προχωρήσει, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀκτέον: adj. verb. κ ἄγω.