ἀκίνδυνος: Difference between revisions

From LSJ

ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάριςevery inch of his stature is grace, from top to toe he's a complete charmer

Source
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκίνδῡνος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[ακίνδυνος]], [[ασφαλής]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νως</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. <i>ἀκινδυνότερον</i>, με λιγότερο κίνδυνο, σε Πλάτ.· υπερθ. <i>ἀκινδυνότατα</i>, <i>τά</i>, απόλυτα ελεύθερα από τον κίνδυνο, σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀκίνδῡνος:''' -ον, <b class="num">I.</b> [[ακίνδυνος]], [[ασφαλής]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-νως</i>, σε Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. <i>ἀκινδυνότερον</i>, με λιγότερο κίνδυνο, σε Πλάτ.· υπερθ. <i>ἀκινδυνότατα</i>, <i>τά</i>, απόλυτα ελεύθερα από τον κίνδυνο, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκίνδῡνος:''' <b class="num">1)</b> не подвергающийся опасности ([[αἰών]] Pind.; [[βίος]] Eur.): ἐκ τοῦ ἀκινδύνου Thuc. и ἐν ἀκινδύνῳ Xen. в безопасности;<br /><b class="num">2)</b> неопасный, безопасный ([[ὁδός]], [[νόσος]] Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκίνδῡνος Medium diacritics: ἀκίνδυνος Low diacritics: ακίνδυνος Capitals: ΑΚΙΝΔΥΝΟΣ
Transliteration A: akíndynos Transliteration B: akindynos Transliteration C: akindynos Beta Code: a)ki/ndunos

English (LSJ)

ον,

   A free from danger, σιγᾶς ἀ. γέρας Simon.66; βίος Id.36, cf. E.IA17, Th.1.124; πυρετοί Hp.Aph.7.63; ἀρεταὶ ἀ. virtues that court no danger, i.e. cheap, easy virtues, Pi.O.6.9, cf. Th.3.40; ἀ. εἶναί τινι τὸν ἀγῶνα Hyp. Lyc.8: c. gen., guaranteed against risk, ἀ. παντὸς κινδύνου IG12(7).67 (Amorgos), PTeb.105.18 (ii B. C.).    II Adv. -νως E.Rh. 588, Antipho 2.4.7, etc.; ἡ ἀ. δουλεία Th.6.80; τὸ ἀ. ἀπελθεῖν αὐτούς their departure without danger to us, Id.7.68: Comp. ἀκινδυνότερον with less danger, Pl.Phd.85d: Sup. ἀκινδυνότατα, ζῆν X.Mem.2.8.6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκίνδῡνος: -ον, ἄνευ κινδύνου, ἀπηλλαγμένος κινδ., Σιμων. 51. 107, Εὐρ. Ι. Α. 17, Θουκ. 1.124· πυρετοί, Ἱππ. Ἀφ. 1260· ἀρεταὶ ἀκίνδ., αἵτινες δὲν ἐκθέτουσι τὸν ἄνθρωπον εἰς κίνδυνον, ὅ ἐ. εὔκολοι, Πινδ. Ο. 6. 14· πρβλ. Θουκ. 3. 40· ἀκ. εἶναί τινι τὸν ἀγῶνα, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 8.12· ἀκ. γέρας, ἐπὶ σιγῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 6308. ΙΙ. ἐπίρρ. -νως, Εὐρ. Ρῆς. 584. Ἀντιφῶν 120. 3, κτλ., ἡ ἀκ. δουλεία, Θουκ. 6. 80· τὸ ἀκ. ἀπελθεῖν αὐτούς, ἡ ἄνευ κινδύνου εἰς ἡμᾶς ἀναχώρησις αὐτῶν, ὁ αὐτ. 7. 68. ― Συγκρ. ἀκινδυνότερον, μετ’ ὀλιγωτέρου κινδύνου, Πλάτ. Φαίδων 85D· ― ὑπερθ. ἀκινδυνότατα ζῆν, Ξεν. Ἀπομ. 2. 8, 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non dangereux, sans péril ; ἐν ἀκινδύνῳ XÉN à l’abri du danger.
Étymologie: ἀ, κίνδυνος.

English (Slater)

ᾰκίνδῡνος, -ον
   1 involving no danger ἀκίνδυνοι δἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι (O. 6.9) βουλαὶ δὲ πρεσβύτεραι ἀκίνδυνον ἐμοὶ ἔπος παρέχοντι i. e. with no danger of my being disbelieved (P. 2.66) τὰν ἀκίνδυνον παρὰ ματρὶ μένειν αἰῶνα πέσσοντ (P. 4.186)

Spanish (DGE)

(ἀκίνδῡνος) -ον
I 1libre de riesgos, libre de peligro, seguro, βίος Simon.18, E.IA 17, αἰών Pi.P.4.186, βίον ἀκινδυνότερον Pl.Phd.85d, ἀφ' ἡσυχίας δὲ μὴ πολεμῆσαι οὐχ ὁμοίως ἀκίνδυνον Th.1.124, ἐκ τοῦ ἀκινδύνου ἀνδραγαθίζεσθαι hacer de hombres buenos desde una situación sin peligros Th.3.40, ἀκίνδυνοι ἀρεταί virtudes sin dificultades o peligros, fáciles, cómodas Pi.O.6.9, ἐθισμοί Arist.EN 1119a27, ἀγών D.20.144, Hyp.Lyc.8, δίκη ἀ. Is.3.46, ταῦτα ἀκίνδυνα ἑώρων D.18.97
subst. τὸ ἀ. seguridad νομίζων ἐκ τοῦ ἀ. τοῦτο ξυμβαίνειν Th.5.16, ἐν ἀκινδύνῳ εἶναι estar seguro, fuera de peligro X.Hier.2.10
compar. neutr. como adv. ἀκινδυνότερον ἂν μειγνύοιμεν Pl.Phlb.61d.
2 en documentos oficiales exento de riesgos, garantizado, asegurado ἅπαν τὸ μίσθωμα ID 503.27 (IV/III a.C.), πυροί PPetr.3.74a.3 (III a.C.), φόρον ἀνυπόλογον ἀκίνδυνον (sic) ILabr.50.7 (II a.C.), cf. BGU 2042.11 (II d.C.), PMil.Vogl.220.21 (II d.C.)
c. gen. ἀ. παντὸς κινδύνου garantizado, asegurado contra todo riesgo, IG 12(7).67.39 (Arcesine IV/III a.C.), PTeb.105.18 (II a.C.), POxy.101.20, ἀκίνδυνα τὰ ... ἀπότακτα ἅπαντος κινδύνου POxy.2676.20 (ambos II d.C.).
II no peligroso, inofensivo πυρετοί Hp.Aph.7.63, ἔπος Pi.P.2.66.
III adv. -ως sin peligros, con seguridad, cómodamente κτανεῖν E.Rh.588, αἱρεῖσθε τὴν ἀ. δουλείαν Th.6.80, τὸν βίον ἀ. διάγειν Lys.31.7, διάγειν Arist.Pol.1295b33, ἔσεσθαι Lys.2.45, ψεύδεσθαι Lys.7.38, ἀπελθεῖν Th.7.68, μαρτυρεῖν D.34.19, σεσῶσθαι D.20.53.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκίνδυνος, -ον)
αυτός που δεν έχει ή δεν προκαλεί κινδύνους, δεν εκθέτει σε κινδύνους
«ακίνδυνος άνθρωπος», «ακίνδυνη επιχείρηση», «ἀκίνδυνος βίος» (Ευρ.), «ἀκίνδυνοι ἀρεταὶ» (Πίνδ.), «ἀκίνδυνοι πυρετοὶ» (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + κίνδυνος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκινδυνότης, ἀκινδυνώδης.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀκινδυνόφρων.

Greek Monotonic

ἀκίνδῡνος: -ον, I. ακίνδυνος, ασφαλής, σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.
II. επίρρ. -νως, σε Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. ἀκινδυνότερον, με λιγότερο κίνδυνο, σε Πλάτ.· υπερθ. ἀκινδυνότατα, τά, απόλυτα ελεύθερα από τον κίνδυνο, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀκίνδῡνος: 1) не подвергающийся опасности (αἰών Pind.; βίος Eur.): ἐκ τοῦ ἀκινδύνου Thuc. и ἐν ἀκινδύνῳ Xen. в безопасности;
2) неопасный, безопасный (ὁδός, νόσος Plut.).