ἀκταία: Difference between revisions

From LSJ

πληγέντες αὐτόχειρι σὺν μιάσματι → brothers smitten by mutual slaughter

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκταία]], η (Α)<br /><b>1.</b> πολυτελές, [[επίσημο]] [[ένδυμα]] τών Περσών<br /><b>2.</b> μαρμάρινη [[σφαίρα]]<br /><b>3.</b> η [[ακτέα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι σημ. (2) και (3) προέρχονται από ουσιαστικοποιημένη [[χρήση]] του θηλ. του επιθ. [[ἀκταῖος]].
|mltxt=[[ἀκταία]], η (Α)<br /><b>1.</b> πολυτελές, [[επίσημο]] [[ένδυμα]] τών Περσών<br /><b>2.</b> μαρμάρινη [[σφαίρα]]<br /><b>3.</b> η [[ακτέα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι σημ. (2) και (3) προέρχονται από ουσιαστικοποιημένη [[χρήση]] του θηλ. του επιθ. [[ἀκταῖος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκταία:''' ἡ актея (парадная одежда у персов) Democr.
}}
}}

Revision as of 15:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκταία Medium diacritics: ἀκταία Low diacritics: ακταία Capitals: ΑΚΤΑΙΑ
Transliteration A: aktaía Transliteration B: aktaia Transliteration C: aktaia Beta Code: a)ktai/a

English (LSJ)

ας, ἡ,

   A a Persian state robe, Democr.Ephes.1.    II marble mortar, Clearch.65; cf. ἀκτίτης.    III baneberry, Actaea spicata, Plin.HN27.43.

German (Pape)

[Seite 86] ἡ, 1) ein persisches Festkleid, bei Ath. XII, 525 d beschrieben. – 2), = ἀκτέα, Hollunderbaum, VLL. – 3) eine Marmorkugel, Clearch. Ath. XIV, 648 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκταία: -ας, ἡ, πολυτελέστατον Περσικὸν περίβλημα, ἐπίσημος στολή, Δημόκρ. παρ’ Ἀθην. 5251). ΙΙ. σφαῖρα ἐκ μαρμάρου, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 648F. πρβλ. ἀκτίτης. ΙΙΙ. = ἀκτέα.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ traje de ceremonias persa, Democr.Eph.1, Eust.1390.42.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 mortero Clearch.87, cf. ἀκτίτης.
2 bot. hierba de San Cristóbal, Actaea spicata L., Plin.HN 27.43, cf. ἀκταῖος.

Greek Monolingual

ἀκταία, η (Α)
1. πολυτελές, επίσημο ένδυμα τών Περσών
2. μαρμάρινη σφαίρα
3. η ακτέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι σημ. (2) και (3) προέρχονται από ουσιαστικοποιημένη χρήση του θηλ. του επιθ. ἀκταῖος.

Russian (Dvoretsky)

ἀκταία: ἡ актея (парадная одежда у персов) Democr.