ἀμπελάνθη: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμπελάνθη:''' ἡ = [[οἰνάνθη]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀμπελάνθη:''' ἡ = [[οἰνάνθη]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμπελάνθη:''' ἡ цвет винограда Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = οἰνάνθη, Luc.VH2.5.
German (Pape)
[Seite 128] ἡ, Weinblüthe, Luc. V. H. 2, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελάνθη: ἡ, = οἰνάνθη, Λουκ. Ἀληθ. Ἱστορ. Β, 5.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
fleur de la vigne.
Étymologie: ἄμπελος, ἄνθος.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ flor de la vid Luc.VH 2.5.
Greek Monolingual
ἀμπελάνθη, η (Α)
το άνθος της αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμπέλι + ἄνθη (η)
πρβλ. οἰνάνθη, μηλάνθη, κ.ά.].
Greek Monotonic
ἀμπελάνθη: ἡ = οἰνάνθη, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπελάνθη: ἡ цвет винограда Luc.