ἁλίβρεκτος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁλίβρεκτος:''' -ον (ἅλς, [[βρέχω]]), αυτός που βρέχεται από την [[θάλασσα]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἁλίβρεκτος:''' -ον (ἅλς, [[βρέχω]]), αυτός που βρέχεται από την [[θάλασσα]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁλίβρεκτος:''' омываемый морем (πέτρου [[πρόπους]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A washed by the sea, AP7.501 (Pers.), Nonn.D.1.96.
German (Pape)
[Seite 96] meerbenetzt, πέτρου πρόπους Pers. 8 (VII, 501); öfter Nonn.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίβρεκτος: -ον, ὁ βρεχόμενος ὑπὸ τῆς θαλάσσης, Ἀνθ. Π. 7. 501. Νόνν.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mouillé par l’eau de mer.
Étymologie: ἅλς¹, βρέχω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
bañado por el mar πρόπους AP 7.501 (Pers.), Nonn.D.1.96.
Greek Monolingual
-ον (Α ἁλίβρεκτος)
ο βρεχόμενος από θάλασσα, θαλασσόβρεχτος, αλίβροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + βρεκτὸς < βρέχω].
Greek Monotonic
ἁλίβρεκτος: -ον (ἅλς, βρέχω), αυτός που βρέχεται από την θάλασσα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλίβρεκτος: омываемый морем (πέτρου πρόπους Anth.).