ἀμφιλαχαίνω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιλαχαίνω:''' μόνο στον παρατ., [[σκάβω]] [[ολόγυρα]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀμφιλαχαίνω:''' μόνο στον παρατ., [[σκάβω]] [[ολόγυρα]], με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιλᾰχαίνω:''' окапывать ([[φυτόν]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 16:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιλαχαίνω Medium diacritics: ἀμφιλαχαίνω Low diacritics: αμφιλαχαίνω Capitals: ΑΜΦΙΛΑΧΑΙΝΩ
Transliteration A: amphilachaínō Transliteration B: amphilachainō Transliteration C: amfilachaino Beta Code: a)mfilaxai/nw

English (LSJ)

   A dig, hoe round, φυτὸν ἀμφελάχαινεν Od.24.242.

German (Pape)

[Seite 140] umgraben, umhacken, φυτόν Od. 24, 242.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιλαχαίνω: περισκάπτω ἢ διὰ τῆς σκαπάνης περικαθαίρω, «ξεβοτανίζω·» φυτὸν ἀμφιλάχαινεν Ὀδ. Ω. 242.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ἀμφελάχαινεν;
bêcher autour.
Étymologie: ἀμφί, λαχαίνω.

English (Autenrieth)

dig about; φυτόν, Od. 24.242†.

Spanish (DGE)

(ἀμφιλᾰχαίνω) escarbar alrededor de φυτόν Od.24.242.

Greek Monolingual

ἀμφιλαχαίνω (Α)
1. σκάβω γύρω από κάτι, σκαλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + λαχαίνω.

Greek Monotonic

ἀμφιλαχαίνω: μόνο στον παρατ., σκάβω ολόγυρα, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιλᾰχαίνω: окапывать (φυτόν Hom.).