ἀμβολιεργός: Difference between revisions
συμπεφύκασι γὰρ αἱ ἀρεταὶ τῷ ζῆν ἡδέως (Epicurus' Letter to Menoeceus via Diogenes Laertius 10.132.10) → The virtues are part and parcel of the stress-free life
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀμβολιεργός:''' -όν, ποιητ. αντί <i>ἀναβολ-</i> ([[ἀναβάλλω]] II, [[ἔργον]]), αυτός που αναβάλλει μια [[εργασία]], [[αμελής]], [[κωλυσιεργός]], σε Ησίοδ., Πλούτ. | |lsmtext='''ἀμβολιεργός:''' -όν, ποιητ. αντί <i>ἀναβολ-</i> ([[ἀναβάλλω]] II, [[ἔργον]]), αυτός που αναβάλλει μια [[εργασία]], [[αμελής]], [[κωλυσιεργός]], σε Ησίοδ., Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀμβολιεργός:''' любящий откладывать дела, медлительный ([[ἀνήρ]] Hes.): ἀ. τινος и ἔν τινι Plut. постоянно откладывающий что-л. (на другое время). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:08, 31 December 2018
English (LSJ)
όν, poet. for ἀναβολ-, (
A ἀναβάλλω B. 11) putting off work, dilatory, ἀνήρ Hes.Op.413; τινός or ἔν τινι in a thing, Plu.2.548d, 118c.
German (Pape)
[Seite 119] (ἀναβάλλω), die Arbeit aufschiebend, saumselig, Hes. O. 411 u. Sp. D.; τοῦ κακῶς ποιεῖν Plut. S. N. V. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμβολιεργός: -όν, ποιητ. ἀντὶ ἀναβολ. - (ἀναβάλλω Β. ΙΙ.) ὁ τὸ ἔργον αὐτοῦ ἀναβάλλων, ἀμελὴς ἀνήρ, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 411· τινὸς ἢ ἔν τινι ὡς πρός τι πρᾶγμα, Πλούτ. 2. 548D, 118C.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui remet ou ajourne une tâche.
Étymologie: ἀμβολή, ἔργον.
Spanish (DGE)
-όν
1 que deja el trabajo para más tarde, que retrasa el trabajo, ἀνήρ Hes.Op.413.
2 dilatorio, que retrasa τοῦ κακῶς ποιεῖν de un dios, Plu.2.548d, σιωπή Nonn.D.42.156.
Greek Monotonic
ἀμβολιεργός: -όν, ποιητ. αντί ἀναβολ- (ἀναβάλλω II, ἔργον), αυτός που αναβάλλει μια εργασία, αμελής, κωλυσιεργός, σε Ησίοδ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμβολιεργός: любящий откладывать дела, медлительный (ἀνήρ Hes.): ἀ. τινος и ἔν τινι Plut. постоянно откладывающий что-л. (на другое время).