ἄμμι: Difference between revisions
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄμμι:''' [[ἄμμιν]], Αιολ. και Δωρ. αντί [[ἡμῖν]], δοτ. πληθ. του [[ἐγώ]]. | |lsmtext='''ἄμμι:''' [[ἄμμιν]], Αιολ. και Δωρ. αντί [[ἡμῖν]], δοτ. πληθ. του [[ἐγώ]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄμμῐ:''' эп.-эол.-дор. = [[ἡμῖν]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:12, 31 December 2018
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
ἄμμι: -εως, τό, Ἀφρικανικὸν φυτόν, ammi Copticum, Διοσκ. 3. 70.
French (Bailly abrégé)
dat. éol. de ἡμεῖς.
English (Autenrieth)
see ἡμεῖς.
Spanish (DGE)
Greek Monotonic
ἄμμι: ἄμμιν, Αιολ. και Δωρ. αντί ἡμῖν, δοτ. πληθ. του ἐγώ.
Russian (Dvoretsky)
ἄμμῐ: эп.-эол.-дор. = ἡμῖν.