ἀναξυρίδες: Difference between revisions
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
(2) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναξυρίδες:''' -ίδων, αἱ, περισκελίδες που φορούσαν οι ανατολικοί λαοί, σε Ηρόδ., Ξεν.· από τους [[Σκύθες]], σε Ηρόδ. (περσική [[λέξη]]). | |lsmtext='''ἀναξυρίδες:''' -ίδων, αἱ, περισκελίδες που φορούσαν οι ανατολικοί λαοί, σε Ηρόδ., Ξεν.· από τους [[Σκύθες]], σε Ηρόδ. (περσική [[λέξη]]). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναξυρίδες:''' αἱ перс. анаксириды, брюки (у персов - Her., Xen., у скифов - Her., у мидян и галлов - Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδων, αἱ,
A trousers worn by eastern nations, Hdt.5.49, 7.61, X.An.1.5.8; by the Scythians, Hdt.1.71, cf. Hp.Aër.22; by the Sacae, Hdt.3.87, etc.: sg., Luc.Hist.Conscr.19, Philostr.VA 1.25. II sg. ἀναξυρίς, ἡ, = ὀξαλίς, Dsc.2.114, Sch.Nic.Th. 838. (Derived from ἀνασύρεσθαι by Eust.22.8, but really Persian. Wrongly expl. as a head-covering by Poll.7.58.)
German (Pape)
[Seite 200] ων, αἱ (persisches Wort), die langen, weiten Beinkleider der Perser und anderer barbarischer Völker, braccae, Her. u. Xen. öfter. S. Perizon. ad Ael. V. H. 12, 32. Vgl. θύλακος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναξυρίδες: ίδων, αἱ, περισκελίδες, ἃς ἐφόρουν (καὶ φοροῦσιν ἔτι) οἱ ἀνατολικοὶ λαοί, Τουρκ. τσακσίρια, Ἡροδ. 5. 49, 7. 61, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 8· προσέτι καὶ οἱ Σκύθαι, Ἡρόδ. 1, 71· καὶ οἱ Σάκαι 3. 87, κτλ.· εἶναι δὲ κατὰ Bähr (Ἡρόδ. 1. 71) οὐχὶ αἱ εὐρεῖαι περισκελίδες (θύλακοι), ἀλλὰ στενώτερόν τι εἶδος, οἷαι αἱ Γαλατικαὶ βρᾶκ(κ)αι, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 293, ἐν τέλ. - Κατὰ Σουΐδ. «ἀναξυρ., φιμινάλια, βρακία», κατὰ δὲ Ἡσύχ. «βαρβαρικὰ ἐνδύματα ποδῶν, ὑποδήματα βαθέα ἢ βασιλικά». - Ὁ ἑνικ. ἀπαντᾷ παρὰ Λουκ. ἐν τῷ Περὶ τοῦ πῶς δεῖ Ἱστορ. συγγρ. 19 καὶ παρὰ Τζέτζῃ. (Ὁ Εὐστ. παράγει τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ἀνασύρομαι, ἀλλὰ φαίνεται ὅτι εἶναι Περσική· ἴδε Bähr ἔνθ. ἀνωτ.).
Spanish (DGE)
-ίδων, αἱ
rapado, corte de pelo, Const.App.1.3.10.
• Etimología: De ἀναξυράω.
-ίδων, αἱ
I calzones anchos o zaragüelles usados por los pueblos orientales, persas, escitas, etc.
1 plu. περὶ δὲ τὰ σκέλεα ἀναξυρίδας Hdt.7.61, cf. 1.71, 3.87, 5.49, X.An.1.5.8, Cyr.8.3.13, Hp.Aër.22, Plb.2.28.7, Arr.Tact.34.7, Polyaen.1.34.2, PMag.4.700.
2 tard. sg. Luc.Hist.Cons.19, Philostr.VA 1.25.
• Etimología: Préstamo de una lengua oriental, tal vez persa.
Greek Monotonic
ἀναξυρίδες: -ίδων, αἱ, περισκελίδες που φορούσαν οι ανατολικοί λαοί, σε Ηρόδ., Ξεν.· από τους Σκύθες, σε Ηρόδ. (περσική λέξη).
Russian (Dvoretsky)
ἀναξυρίδες: αἱ перс. анаксириды, брюки (у персов - Her., Xen., у скифов - Her., у мидян и галлов - Plut.).