ἀνάπαυλα: Difference between revisions
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνάπαυλα:''' -ης, ἡ ([[ἀναπαύω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ανάπαυση]], [[ανακούφιση]], σε Σοφ.· <i>κατ' ἀναπαύλας διῃρημένοι</i>, διαιρεμένοι έτσι ώστε να εργάζονται περιοδικά, λέγεται για εργάτες, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[ξεκούραση]] από [[κάτι]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέρος]] ξεκούρασης, [[αναπαυτήριο]], Λατ. [[deversorium]], σε Ευρ., Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀνάπαυλα:''' -ης, ἡ ([[ἀναπαύω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ανάπαυση]], [[ανακούφιση]], σε Σοφ.· <i>κατ' ἀναπαύλας διῃρημένοι</i>, διαιρεμένοι έτσι ώστε να εργάζονται περιοδικά, λέγεται για εργάτες, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν. πράγμ., [[ξεκούραση]] από [[κάτι]], σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[μέρος]] ξεκούρασης, [[αναπαυτήριο]], Λατ. [[deversorium]], σε Ευρ., Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάπαυλα:''' ἡ<b class="num">1)</b> прекращение, перерыв, передышка, покой, отдых (τοῦ κακοῦ [[λήθη]] καὶ ἀ. Soph.; πύνων Thuc.; τῆς σπουδῆς Plat.; ἀνάπαυλαν [[διδόναι]] τινί Plut.): διῃρημένοι κατ᾽ ἀναπαύλας Thuc. посменно работая и отдыхая;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. pl. место отдохновения или привала, постоялый двор Eur., Arph., Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:16, 31 December 2018
English (LSJ)
ης, ἡ,
A repose, rest, ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν S.Ph.638; κατ' ἀναπαύλας διῃρημένοι divided into reliefs, of workmen, Th.2.75. 2 c. gen. rei, rest from a thing, κακῶν S.El.873, cf. Ph.878; πόνων Th.2.38; τῆς σπουδῆς Pl.Phlb.30e. II resting-place, E. Hipp.1137, Pl.Lg.722c; inn, Ar.Ra.113; ἀνάπαυλαι κατὰ τὴν ὁδόν Pl.Lg.625b; εἰς ἀναπαύλας ἐκ κακῶν (where there is a play upon the first sense) Ar.Ra.185, cf. 195.
German (Pape)
[Seite 200] ἡ, das Ausruhen, die Erholung, κακοῦ Soph. Phil. 634; El. 861; πόνων Thuc. 2, 38; Plat. Legg. II, 653 d; σπουδῆς Phil. 30 e; διῃρημένοι κατ' ἀναπαύλας, durch das Folgde erklärt, sich abwechselnd ruhend, und deshalb in zwei Abtheilungen arbeitend, Thuc. 2, 75; Ruheplatz, κατὰ τὴν ὁδόν Plat. Legg. I, 625 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπαυλα: -ης, -ἡ, (ἀναπαύω) ἀνάπαυσις, ἀνακούφισις, καίριος σπουδὴ πόνου λήξαντος ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν Σοφ. Φ. 637· διῃρημένοι κατ’ ἀναπαύλας, διῃρημ. εἰς μέρη, ὥστε ὅταν τὸ ἓν ἐργάζηται, τὸ ἄλλο νὰ ἔχῃ ἀνάπαυλαν, δηλ. νὰ «ξεκουράζεται», Θουκ. 2. 75. 2) μετὰ γεν. πράγμ., ἀνάπαυσις ἀπό τινος πράγματος, κακῶν Σοφ. Ἠλ. 873, πρβλ. Φ. 878· πόνων Θουκ. 2. 38· τῆς σπουδῆς Πλάτ. Φίλ. 30E. ΙΙ. τόπος ἀναπαύσεως, ἀναπαυτήριον, Εὐρ. Ἱππ. 1137· ἰδίως πανδοχεῖον, Λατ. deversorium. Ἀριστοφ. Βάτρ. 113, Πλάτ. Νόμ. 722C· ἀνάπαυλαι κατὰ τὴν ὁδὸν αὐτόθι 625B· εἰς ἀναπαύλας ἐκ κακῶν (ἔνθα ὑπάρχει λογοπαίγνιον ἐπὶ τῆς πρώτης σημασίας τῆς λέξ.), Ἀριστ. Βάτρ. 185, πρβλ. 195.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 repos, pause ; κατ’ ἀναπαύλας THC par relais, càd par équipes alternantes ; cessation, arrêt;
2 lieu de repos.
Étymologie: ἀναπαύω.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
I 1descanso, reposo ὕπνον κἀνάπαυλαν ἤγαγεν S.Ph.638, cf. Pl.Prm.137b
•c. gen. descanso, pausa κακῶν S.El.873, cf. Ph.878, μόχθων E.Fr.912.13, πόνων Th.2.38, σπουδῆς Pl.Phlb.30e.
2 plu. relevos, turnos de obreros διῃρημένοι κατ' ἀναπαύλας Th.2.75.
II lugar para descansar E.Hipp.1137, Pl.Lg.722c, del Hades εἰς ἀναπαύλας ἐκ κακῶν Ar.Ra.185
•parada, alto κατὰ τὴν ὁδόν Pl.Lg.625b, cf. Ar.Ra.113
•fondeadero Ar.Ra.195.
Greek Monolingual
η (Α ἀνάπαυλα) ἀναπαύω
προσωρινή διακοπή εργασίας για ανάπαυση, ξεκούραση
μσν.
καταφυγή, παρηγοριά
αρχ.
1. ανακούφιση από κάτι, απαλλαγή
2. τόπος για ανάπαυση, αναπαυτήριο, πανδοχείο.
Greek Monotonic
ἀνάπαυλα: -ης, ἡ (ἀναπαύω),
I. 1. ανάπαυση, ανακούφιση, σε Σοφ.· κατ' ἀναπαύλας διῃρημένοι, διαιρεμένοι έτσι ώστε να εργάζονται περιοδικά, λέγεται για εργάτες, σε Θουκ.
2. με γεν. πράγμ., ξεκούραση από κάτι, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.
II. μέρος ξεκούρασης, αναπαυτήριο, Λατ. deversorium, σε Ευρ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπαυλα: ἡ1) прекращение, перерыв, передышка, покой, отдых (τοῦ κακοῦ λήθη καὶ ἀ. Soph.; πύνων Thuc.; τῆς σπουδῆς Plat.; ἀνάπαυλαν διδόναι τινί Plut.): διῃρημένοι κατ᾽ ἀναπαύλας Thuc. посменно работая и отдыхая;
2) преимущ. pl. место отдохновения или привала, постоялый двор Eur., Arph., Plat.