ἀνάχρωσις: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνάχρωσις]], η (Α)<br />[[μόλυνση]], [[μόλυσμα]]. | |mltxt=[[ἀνάχρωσις]], η (Α)<br />[[μόλυνση]], [[μόλυσμα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάχρωσις:''' εως ἡ загрязнение, заражение ([[ὀφθαλμίας]] ἀπορροὴ καὶ ἀ. Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:20, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A discolouring; taint, infection, Plu.2.53c.
German (Pape)
[Seite 215] ἡ, das Anfärben, Ansteckung, Plut. Discr. ad. et am. 20.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάχρωσις: -εως, ἡ, μόλυσμα, Πλούτ. 2. 53C.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
infection par contagion.
Étymologie: ἀναχρώννυμι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
mácula οἷον ὀφθαλμίας ἀπορροὴ καὶ ἀνάχρωσις Plu.2.53c.
Greek Monolingual
ἀνάχρωσις, η (Α)
μόλυνση, μόλυσμα.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάχρωσις: εως ἡ загрязнение, заражение (ὀφθαλμίας ἀπορροὴ καὶ ἀ. Plut.).