ἀντιδέομαι: Difference between revisions
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιδέομαι:''' μέλ. <i>-δεήσομαι</i>, αποθ., [[ικετεύω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ἀντιδέομαι:''' μέλ. <i>-δεήσομαι</i>, αποθ., [[ικετεύω]] με τη [[σειρά]] μου, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιδέομαι:''' просить со своей стороны (τί τινος Plat.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:37, 31 December 2018
English (LSJ)
A entreat in return, Pl.La.186d.
German (Pape)
[Seite 251] (s. δέομαι), dagegen bitten, τινός τι, Plat. Lach. 186 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιδέομαι: μέλλ. -δεήσομαι, ἀποθ., δέομαι καὶ ἐγὼ ἐν τῷ μέρει, ἀνθικετεύω, Πλάτ. Λάχ. 186D.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
demander à son tour, τινός τι qch à qqn.
Étymologie: ἀντί, δέομαι.
Spanish (DGE)
pedir a su vez τοῦτο οὖν σου ἐγὼ ἀντιδέομαι Pl.La.186d.
Greek Monolingual
ἀντιδέομαι (Α)
ικετεύω κι εγώ.
Greek Monotonic
ἀντιδέομαι: μέλ. -δεήσομαι, αποθ., ικετεύω με τη σειρά μου, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιδέομαι: просить со своей стороны (τί τινος Plat.).