Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντιπολεμέω: Difference between revisions

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υποκινώ]] πόλεμο [[εναντίον]] άλλων, σε Θουκ. κ.λπ.· με δοτ., σε Ξεν.
|lsmtext='''ἀντιπολεμέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[υποκινώ]] πόλεμο [[εναντίον]] άλλων, σε Θουκ. κ.λπ.· με δοτ., σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιπολεμέω:''' вести (ответную) войну, воевать против (Thuc.; τινι Xen., Plat., Plut.).
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπολεμέω Medium diacritics: ἀντιπολεμέω Low diacritics: αντιπολεμέω Capitals: ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΕΩ
Transliteration A: antipoleméō Transliteration B: antipolemeō Transliteration C: antipolemeo Beta Code: a)ntipoleme/w

English (LSJ)

   A wage war against, Th.3.39: c. dat., Pl.Criti.112e, X.Cyr.7.2.24: c. acc., LXXIs.41.12:—Pass., to be warred against, D.C.38.40.

German (Pape)

[Seite 259] dagegen kämpfen, kriegen, Thuc. 1, 23; Plat. Critia 112 e, τινί, es mit Einem im Kriege aufnehmen, Xen. Cyr. 7, 2, 24.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπολεμέω: πολεμῶ ἐναντίον τινός, καί τοι δεινότερόν ἐστιν ἢ εἰ καθ’ αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Θουκ. 3. 39· μετὰ δοτ., Πλάτ. Κριτί. 112Ε, Ξεν. Κύρ. 7. 2, 24· μετ’ αἰτ., Ἑβδ. (Ἡσ. μα΄, 12): ― Παθ., πολεμοῦμαι ὑπὸ τοῦ πολεμηθέντος ὑπ’ ἐμοῦ, ἐπειδὴ δὲ ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο Δίων Κ. 38. 40.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire la guerre contre.
Étymologie: ἀντιπόλεμος.

Spanish (DGE)

ir a la guerra contra abs. εἰ καθ' αὑτοὺς δύναμιν κτώμενοι ἀντεπολέμησαν Th.3.39, cf. 1.23
c. dat. τὰ δὲ δὴ τῶν ἀντιπολεμησάντων αὐτοῖς Pl.Criti.112e, ὅτι σοὶ ἀντιπολεμεῖν ἱκανὸς ᾤμην εἶναι X.Cyr.7.2.24, αὐτῷ Plu.Fluu.1.6
c. ac. οὐκ ἔσονται οἱ ἀντιπολεμοῦντες σε LXX Is.41.12, en v. pas. ἀντιπολεμεῖσθαι ἤρξαντο (los cartagineses) empezaron a ser atacados a su vez D.C.38.40.6.

Greek Monotonic

ἀντιπολεμέω: μέλ. -ήσω, υποκινώ πόλεμο εναντίον άλλων, σε Θουκ. κ.λπ.· με δοτ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπολεμέω: вести (ответную) войну, воевать против (Thuc.; τινι Xen., Plat., Plut.).