ἀντισήκωσις: Difference between revisions

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντισήκωσις:''' -εως, Ιων. -ιος, <i>ἡ</i>, [[ισορροπία]], [[αντίβαρο]], [[αντιστάθμισμα]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀντισήκωσις:''' -εως, Ιων. -ιος, <i>ἡ</i>, [[ισορροπία]], [[αντίβαρο]], [[αντιστάθμισμα]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντισήκωσις:''' εως ἡ уравновешивание: ἀ. γίνεται Her. устанавливается равновесие.
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντισήκωσις Medium diacritics: ἀντισήκωσις Low diacritics: αντισήκωσις Capitals: ΑΝΤΙΣΗΚΩΣΙΣ
Transliteration A: antisḗkōsis Transliteration B: antisēkōsis Transliteration C: antisikosis Beta Code: a)ntish/kwsis

English (LSJ)

εως, Ion. ιος, ἡ, = foreg.,

   A ἀ. γίνεται Hdt.4.50; equivalence, Plot.1.4.14.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισήκωσις: -εως, Ἰων. -ιος, ἡ, ἀντιστάθμησις, ἀντισήκωσις γίνεται Ἡρόδ. 4. 50, Δωρ. -σάκωσις, ἀποζημίωσις, ἀποτισάτω διπλασίαν ἀντισάκωσιν τῇ πόλει Ἐπιγρ. Βοιωτ. 3. 4 (Keil).

French (Bailly abrégé)

εως, ion. ιος (ἡ) :
contrepoids, compensation.
Étymologie: ἀντισηκόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 compensación ἀ. γίνεται Hdt.4.50.
2 movimiento en sentido contrario ἀντισηκώσεως δὲ οἷον ἐπὶ θάτερα πρὸς τὰ ἄριστα γενομένης Plot.1.4.14.

Greek Monolingual

ἀντισήκωσις, η (Α) αντισηκώ
αποκατάσταση ισορροπίας, αντιστάθμισμα.

Greek Monotonic

ἀντισήκωσις: -εως, Ιων. -ιος, , ισορροπία, αντίβαρο, αντιστάθμισμα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντισήκωσις: εως ἡ уравновешивание: ἀ. γίνεται Her. устанавливается равновесие.