ἀνοιδέω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(3)
(1)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοιδέω:''' Επικ. —είω, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἀνῴδησα]]·<br /><b class="num">1.</b> [[φουσκώνω]], λέγεται για [[κύμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. λέγεται για το [[πάθος]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἀνοιδέω:''' Επικ. —είω, μέλ. <i>-ήσω</i>, αόρ. αʹ [[ἀνῴδησα]]·<br /><b class="num">1.</b> [[φουσκώνω]], λέγεται για [[κύμα]], σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. λέγεται για το [[πάθος]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνοιδέω:''' вздуваться, набухать (κῦμ᾽ ἀνοιδῆσαν Eur.; ἀ. ὑπὸ τοῦ πνεύματος Arst.; ἡ [[θάλασσα]] ἀνοιδεῖ Plut.): θυμὸς ἀνοιδέει Her. душа закипает (гневом).
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοιδέω Medium diacritics: ἀνοιδέω Low diacritics: ανοιδέω Capitals: ΑΝΟΙΔΕΩ
Transliteration A: anoidéō Transliteration B: anoideō Transliteration C: anoideo Beta Code: a)noide/w

English (LSJ)

Ep. ἀνοιδ-είω Nic.Th.855: fut. -ήσω: aor.

   A ἀνῴδησα E.Hipp.1210, Pl.Ti.84e: pf. ἀνῴδηκα Hp.Acut.10:—swell up, Hp.l.c.; of a wave, E.l.c., cf. Alciphr.1.10; of wind in the body, Pl.l.c.; of figs ripening, Nic.l.c.; τὰ στέρνα ἀνῴδει Aeschin.Ep.1.2; τὸ κάλυμμα ἀνῳδηκός swollen out, inflated, Arist.HA625a2, cf. GA728b28.    2 metaph., θυμὸς ἀνοιδέει Hdt.7.39; ὀργαῖς . . -ούσαις Phld.Ir.p.63 W.; of anger, ἀνοιδήσας ὁ βασιλεύς Philostr.VA7.33 (so in Med., θυμὸν ἀνοιδήσαντο they swelled with rage, Q.S.9.345); ἀνοιδούσης τῆς νόσου Philostr.VA4.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοιδέω: Ἐπ. -είω (Νικ. Θ. 855): μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἀνῴδησα Εὐρ., Πλάτ.: - φουσκώνω, ἐξογκοῦμαι, Λατ. intumesco, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 385· ἐπὶ κύματος, Εὐρ. Ἱππόλ. 1210· ἐπὶ ἀνέμου, Πλάτ. Τίμ. 84Ε· ἐπὶ σύκων ἀρχομένων νὰ ὡριμάζωσι, Νίκ. ἔνθ. ἀνωτ., τὸ κάλυμμα ἀνῳδηκός, ἐξωγκωμένον, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 40, 22. πρβλ. π.Χ. γεν. 1. 20, 15. 2) μεταφ., θυμὸς ἀνοιδέει Ἡρόδ. 7. 39, πρβλ. Φιλόστρ. 313 (οὕτως ἐν τῷ μέσ., θυμὸν ἀνοιδήσαντο, ἐξωγκώθησαν ἐκ θυμοῦ, ἐνεπλήσθησαν ὀργῆς, Κόϊντ. Σμ. 9. 345)· ἀνοιδούσης τῆς νόσου Φιλόστρ. 142.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἀνῴδησα, pf. ἀνῴδηκα;
s’enfler, se gonfler fig. θυμὸς ἀνοιδέει HDT le cœur se gonfle (de colère).
Étymologie: ἀνά, οἰδέω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép. ἀνοιδείω Nic.Th.855
1 hincharsede la cebada al cocer, Hp.Acut.10, de una mujer afectada de leucorrea, Hp.Mul.2.119, del aire dentro del cuerpo, Pl.Ti.84e, de los higos al madurar, Nic.l.c., τὰ στέρνα ἀνῴδει Aeschin.Ep.1.2, τὸ κάλυμμα ἀνῳδηκός la superficie externa abultada de un panal, Arist.HA 625a2
subir, crecer de una ola, E.Hipp.1210, de una laguna, Arist.Mir.841a4, del mar, Heraclid.Pont.117.6, Plu.2.897b, Alciphr.1.10.1.
2 fig. inflamarse, hincharse θυμός Hdt.7.39, ὀργαῖς ... ἀνοιδούσαις Phld.Ir.p.63, ἀνοιδήσας δ' ὁ βασιλεύς irritándose el rey Philostr.VA 7.33
tb. en v. med. θυμὸν ἀνοιδήσαντο se hincharon de rabia Q.S.9.345
de una enfermedad agravarse ἀνοιδούσης τῆς νόσου Philostr.VA 4.4.

Greek Monotonic

ἀνοιδέω: Επικ. —είω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἀνῴδησα·
1. φουσκώνω, λέγεται για κύμα, σε Ευρ.
2. μεταφ. λέγεται για το πάθος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνοιδέω: вздуваться, набухать (κῦμ᾽ ἀνοιδῆσαν Eur.; ἀ. ὑπὸ τοῦ πνεύματος Arst.; ἡ θάλασσα ἀνοιδεῖ Plut.): θυμὸς ἀνοιδέει Her. душа закипает (гневом).