ἀντιφύλαξ: Difference between revisions

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
(3)
(1)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιφύλαξ:''' [ῠ], ὁ, [[κάποιος]] που έχει τοποθετηθεί για να προφυλάττει, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀντιφύλαξ:''' [ῠ], ὁ, [[κάποιος]] που έχει τοποθετηθεί για να προφυλάττει, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιφύλαξ:''' ᾰκος ὁ неприятельский наблюдательный пост Luc.
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, τεταγμένος νὰ ἀντιφυλάσσῃ, ὁ ἀντιφυλάσσων φρουρός, φύλακας καὶ ἀντιφύλακας Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. συγγρ. 28˙ κατ’ ἄλλους ὅμως ἐκδότας φυλακὰς καὶ ἀντιφυλακάς. Ἴδε ἔκδ. Ἰακωψίου ἐν τόπῳ.

French (Bailly abrégé)

ακος (ὁ) :
poste avancé de l’ennemi.
Étymologie: ἀντί, φύλαξ.

Greek Monotonic

ἀντιφύλαξ: [ῠ], ὁ, κάποιος που έχει τοποθετηθεί για να προφυλάττει, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιφύλαξ: ᾰκος ὁ неприятельский наблюдательный пост Luc.