ἀντιλακτίζω: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιλακτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[χτυπώ]] ενάντια σε, <i>τινί</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀντιλακτίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[χτυπώ]] ενάντια σε, <i>τινί</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιλακτίζω:''' <b class="num">1)</b> брыкаться в ответ (εἰ [[ὄνος]] ἐλάκτισεν, ἀντιλακτίσαι τοῦτον Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. отвечать ударами, бить (ὑπ᾽ ὀργῆς τινα Arph.);<br /><b class="num">3)</b> не допускать до себя, задерживать (κνίσσ᾽ ἀντιλακτίζουσα καπνῷ Plut.).
}}
}}

Revision as of 16:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιλακτίζω Medium diacritics: ἀντιλακτίζω Low diacritics: αντιλακτίζω Capitals: ΑΝΤΙΛΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: antilaktízō Transliteration B: antilaktizō Transliteration C: antilaktizo Beta Code: a)ntilakti/zw

English (LSJ)

   A kick against, τινί Ar.Pax613; τῷνῷ Phld.Rh.Supp. p.52S.    2 kick back in return, ὄνον Plu.2.10c.

German (Pape)

[Seite 254] dagegen ausschlagen (mit den Füßen), Ar. Pax 596.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλακτίζω: λακτίζω τὸν λακτίσαντα ἢ τύψαντά με, μ. δοτ.: καὶ πίθος πληγεὶς ὑπ’ ὀργῆς ἀντελάκτισεν πίθῳ Ἀριστοφ. Εἰρ. 613· μ. αἰτ.: καὶ εἴ με ὄνος ἐλάκτισεν, ἀντιλακτίσαι τοῦτον ἠξιώσατε ἂν; Πλούτ. 2. 10C.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀντελάκτισα;
ruer contre, regimber contre, τινι.
Étymologie: ἀντί, λακτίζω.

Spanish (DGE)

1 dar patadas a c. dat. πίθῳ Ar.Pax 613
fig. τοῖς τε ἔπεσιν ἀντιλακτίζον καὶ τῷ νῷ Phld.Rh.(Supp) p.52.
2 cocear a su vez ὄνος Plu.2.10c.

Greek Monolingual

ἀντιλακτίζω (Α)
1. ανταποδίδω λάκτισμα, κλοτσιά
2. λακτίζω, κλοτσώ.

Greek Monotonic

ἀντιλακτίζω: μέλ. -σω, χτυπώ ενάντια σε, τινί, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιλακτίζω: 1) брыкаться в ответ (εἰ ὄνος ἐλάκτισεν, ἀντιλακτίσαι τοῦτον Plut.);
2) перен. отвечать ударами, бить (ὑπ᾽ ὀργῆς τινα Arph.);
3) не допускать до себя, задерживать (κνίσσ᾽ ἀντιλακτίζουσα καπνῷ Plut.).