ἀντιμανθάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιμανθάνω:''' μέλ <i>-μᾰθήσομαι</i>, [[εγκαταλείπω]] την [[παλιά]] [[γνώση]] και [[μαθαίνω]] [[κάτι]] νέο, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀντιμανθάνω:''' μέλ <i>-μᾰθήσομαι</i>, [[εγκαταλείπω]] την [[παλιά]] [[γνώση]] και [[μαθαίνω]] [[κάτι]] νέο, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιμανθάνω:''' обучать по-другому, переучивать: [[ἕτερα]] ἀντιμαθών Arph. пройдя другую школу.
}}
}}

Revision as of 16:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμανθάνω Medium diacritics: ἀντιμανθάνω Low diacritics: αντιμανθάνω Capitals: ΑΝΤΙΜΑΝΘΑΝΩ
Transliteration A: antimanthánō Transliteration B: antimanthanō Transliteration C: antimanthano Beta Code: a)ntimanqa/nw

English (LSJ)

   A learn in turn or instead, Ar.V.1453.

German (Pape)

[Seite 255] (s. μανθάνω), dagegen lernen, Ar. Vesp. 1453.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμανθάνω: ἀφίνω τὰ παλαιὰ καὶ μανθάνω νέον τι, ἕτερα δὲ νῦν ἀντιμαθῶν Ἀριστοφ. Σφ. 1453.

French (Bailly abrégé)

apprendre à son tour ou en retour ou à la place.
Étymologie: ἀντί, μανθάνω.

Spanish (DGE)

aprender a su vez, en su lugar ἕτερα Ar.V.1453.

Greek Monolingual

ἀντιμανθάνω (Α)
αφήνοντας τα παλιά μαθαίνω κάτι καινούργιο.

Greek Monotonic

ἀντιμανθάνω: μέλ -μᾰθήσομαι, εγκαταλείπω την παλιά γνώση και μαθαίνω κάτι νέο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιμανθάνω: обучать по-другому, переучивать: ἕτερα ἀντιμαθών Arph. пройдя другую школу.