ἀνθυπατικός: Difference between revisions
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνθυπᾰτικός:''' -ή, -όν, [[ανθυπατικός]]. | |lsmtext='''ἀνθυπᾰτικός:''' -ή, -όν, [[ανθυπατικός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνθυπᾰτικός:''' проконсульский Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A proconsular, ἐξουσία D.C.58.7. 2 ἀ. δεκαδαρχία the body of military tribunes which took the place of the consulate, Plu.2.277f.
German (Pape)
[Seite 235] proconsularisch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθυπατικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀνθυπάτου, ἀνθυπατικῆς ἐξουσίας Δίων Κ. 58. 7· παρὰ Βυζ. ὡσαύτως ἀνθυπατιανός, ή, όν. 2) ἀνθυπατικὴ δεκαδαρχία, τὸ σωματεῖον τῶν χιλιάρχων (tribuni militares), οἵτινες εἶχον ὑπατικὴν ἐξουσίαν, Πλούτ. 2. 277Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
proconsulaire.
Étymologie: ἀνθύπατος.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 proconsular τήν τε ἀνθυπατικὴν ἐξουσίαν αὐτῷ ἔδωκαν D.C.58.7.4.
2 ἀ. δεκαδαρχία tribuni militum consulari potestate, colegio de diez tribunos militares con prerrogativas de cónsul Plu.2.277f.
3 neutr. subst. τὸ ἀνθυπατικόν el archivo proconsular, TAM 3.1.657.
Greek Monolingual
ἀνθυπατικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει στον ανθύπατο
2. «ανθυπατική δεκαδαρχία» (Πλούταρχος)
το σώμα των χιλιάρχων που είχε αναλάβει υπατικές εξουσίες.
Greek Monotonic
ἀνθυπᾰτικός: -ή, -όν, ανθυπατικός.
Russian (Dvoretsky)
ἀνθυπᾰτικός: проконсульский Plut.