ἀντιμέλλω: Difference between revisions
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀντιμέλλω:''' μέλ. -[[μελλήσω]], [[περιμένω]] και [[καιροφυλακτώ]], απαρ. αορ. αʹ <i>ἀντιμελλῆσαι</i>, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀντιμέλλω:''' μέλ. -[[μελλήσω]], [[περιμένω]] και [[καιροφυλακτώ]], απαρ. αορ. αʹ <i>ἀντιμελλῆσαι</i>, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιμέλλω:''' со своей стороны медлить, в свою очередь выжидать (ἀντεπιβουλεῦσαι καὶ ἀντιμελλῆσαι Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A wait and watch against one, ἀντιμελλησαι Th.3.12 (Sch. for ἀντεπι-).
German (Pape)
[Seite 255] (s. μέλλω), dagegen, ebenfalls zögern, Thuc. 3, 12, s. ἀντεπιμέλλω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμέλλω: περιμένω καὶ ἐγὼ καιροφυλακῶν ἐναντίον τινός, ἀντιμελλῆσαι Θουκ. 3. 12, ἐκ διορθώσ. τοῦ Βεκκ. ἀντὶ τῆς γραφ. τοῦ χειρογρ. ἀντεπιμελλῆσαι.
French (Bailly abrégé)
différer ou temporiser à son tour.
Étymologie: ἀντί, μέλλω.
Spanish (DGE)
demorarse a su vez Th.3.12.
Greek Monolingual
ἀντιμέλλω (Α)
περιμένω καιροφυλακτώντας εναντίον κάποιου.
Greek Monotonic
ἀντιμέλλω: μέλ. -μελλήσω, περιμένω και καιροφυλακτώ, απαρ. αορ. αʹ ἀντιμελλῆσαι, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιμέλλω: со своей стороны медлить, в свою очередь выжидать (ἀντεπιβουλεῦσαι καὶ ἀντιμελλῆσαι Thuc.).