ἁπαλότης: Difference between revisions
(3) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἁπᾰλότης:''' -ητος, ἡ, [[μειλιχιότητα]], μαλακή [[αίσθηση]], [[τρυφερότητα]], σε Ξεν. κ.λπ. | |lsmtext='''ἁπᾰλότης:''' -ητος, ἡ, [[μειλιχιότητα]], μαλακή [[αίσθηση]], [[τρυφερότητα]], σε Ξεν. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἁπᾰλότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> нежность, мягкость Xen., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> изнеженность Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A softness, tenderness, Hp.VM22, Pl.Smp.195d, X.Mem.2.1.22; δι' ἁπαλότητα Arist.Pol.1336a10.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπᾰλότης: -ητος, ἡ, (ἁπαλὸς) μαλακότης, τρυφερότης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18, Πλάτ. Συμπ. 195D, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 22· δι’ ἁπαλότητα Ἀριστ. Πολ. 7. 17, 2.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
mollesse, délicatesse.
Étymologie: ἁπαλός.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ
I 1blanduradel hígado, Hp.VM 22, πολυσαρκία καὶ ἁ. de una mujer, X.Mem.2.1.22, de los miembros del cuerpo, Arist.Pol.1336a10, Aristaenet.1.1.41.
2 suavidad θεοῦ de Eros, Pl.Smp.195d.
3 fig. debilidad moral, PPalau Rib.inv.re.20 (IV d.C.) en St.Pap.1973.28.
II brote, yema de plantas, LXX Ez.17.4, 9.
Greek Monotonic
ἁπᾰλότης: -ητος, ἡ, μειλιχιότητα, μαλακή αίσθηση, τρυφερότητα, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἁπᾰλότης: ητος ἡ
1) нежность, мягкость Xen., Plat.;
2) изнеженность Arst.