ἀντιτακτικός: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(5) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντιτακτικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[αντίσταση]]<br /><b>2.</b> ο [[αιρετικός]]. | |mltxt=[[ἀντιτακτικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[αντίσταση]]<br /><b>2.</b> ο [[αιρετικός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀντιτακτικός:''' способный оказать сопротивление ([[δύναμις]] πρός τι Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 16:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for resistance, πρός τι Plu.2.759e.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτακτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς ἀντίστασιν, πρός τι Πλούτ. 2. 759Ε. 2) παρ’ Ἐκκλησ., αἱρετικός: ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἐκκλ.: ― ὡσαύτως οὐσιαστ. ἀντιτάκτης, ου, ὁ, αἱρετικός, Κλήμ. Ἀλεξ. 526.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 dispuesto o preparado para la resistencia πρὸς τὸ αἰσχρόν Plu.2.759e.
2 adv. -ῶς en oposición πρὸς τὸ ἀγαθὸν ἀντιτακτικῶς ἔχειν Gr.Nyss.Hom.in Eccl.428.6.
Greek Monolingual
ἀντιτακτικός, -ή, -όν (Α)
1. κατάλληλος για αντίσταση
2. ο αιρετικός.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιτακτικός: способный оказать сопротивление (δύναμις πρός τι Plut.).