ἀντιτακτικός

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιτακτικός Medium diacritics: ἀντιτακτικός Low diacritics: αντιτακτικός Capitals: ΑΝΤΙΤΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: antitaktikós Transliteration B: antitaktikos Transliteration C: antitaktikos Beta Code: a)ntitaktiko/s

English (LSJ)

ἀντιτακτική, ἀντιτακτικόν, fit for resistance, πρός τι Plu.2.759e.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 dispuesto o preparado para la resistencia πρὸς τὸ αἰσχρόν Plu.2.759e.
2 adv. ἀντιτακτικῶς = en oposición πρὸς τὸ ἀγαθὸν ἀντιτακτικῶς ἔχειν Gr.Nyss.Hom.in Eccl.428.6.

German (Pape)

entgegenstellend, zur Gegenwehr geschickt, πρός τι Plut. amat. 16 M.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιτακτικός: способный оказать сопротивление (δύναμις πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτακτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς ἀντίστασιν, πρός τι Πλούτ. 2. 759Ε. 2) παρ’ Ἐκκλησ., αἱρετικός: ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἐκκλ.: ― ὡσαύτως οὐσιαστ. ἀντιτάκτης, ου, ὁ, αἱρετικός, Κλήμ. Ἀλεξ. 526.

Greek Monolingual

ἀντιτακτικός, -ή, -όν (Α)
1. κατάλληλος για αντίσταση
2. ο αιρετικός.