ἀντιτακτικός
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
ἀντιτακτική, ἀντιτακτικόν, fit for resistance, πρός τι Plu.2.759e.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 dispuesto o preparado para la resistencia πρὸς τὸ αἰσχρόν Plu.2.759e.
2 adv. ἀντιτακτικῶς = en oposición πρὸς τὸ ἀγαθὸν ἀντιτακτικῶς ἔχειν Gr.Nyss.Hom.in Eccl.428.6.
German (Pape)
entgegenstellend, zur Gegenwehr geschickt, πρός τι Plut. amat. 16 M.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιτακτικός: способный оказать сопротивление (δύναμις πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιτακτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς ἀντίστασιν, πρός τι Πλούτ. 2. 759Ε. 2) παρ’ Ἐκκλησ., αἱρετικός: ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἐκκλ.: ― ὡσαύτως οὐσιαστ. ἀντιτάκτης, ου, ὁ, αἱρετικός, Κλήμ. Ἀλεξ. 526.
Greek Monolingual
ἀντιτακτικός, -ή, -όν (Α)
1. κατάλληλος για αντίσταση
2. ο αιρετικός.