ἀπεραντολογία: Difference between revisions
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(3) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπεραντολογία:''' ἡ, = [[ἀπειρολογία]], [[πολυλογία]], ακατάπαυστη [[φλυαρία]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἀπεραντολογία:''' ἡ, = [[ἀπειρολογία]], [[πολυλογία]], ακατάπαυστη [[φλυαρία]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπεραντολογία:''' ἡ Luc. = [[ἀπειρολογία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A = ἀπειρολογία, Cic.Att.12.9, Luc.DMort.10.10, Gal.18(1).254.
German (Pape)
[Seite 287] ἡ, unbegrenzte Geschwätzigkeit, ῥημάτων Luc. Mart. Dial. 10, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεραντολογία: ἡ, ἀπειρολογία, πολυλογία, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
bavardage interminable.
Étymologie: ἀπεραντολόγος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
charla interminable, saturis auribus scolica dape atque ebriis sophistice aperantologia Varro Sat.Men.144, cf. Cic.Att.246.4, Luc.DMort.10.10, Gal.18(1).254.
Greek Monolingual
η (AM ἀπεραντολογία)
πολυλογία, φλυαρία.
Greek Monotonic
ἀπεραντολογία: ἡ, = ἀπειρολογία, πολυλογία, ακατάπαυστη φλυαρία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπεραντολογία: ἡ Luc. = ἀπειρολογία.