ἀπειρότοκος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπειρότοκος:''' -ον ([[τίκτω]]), [[γυναίκα]] που δεν έχει γεννήσει, [[παρθένα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀπειρότοκος:''' -ον ([[τίκτω]]), [[γυναίκα]] που δεν έχει γεννήσει, [[παρθένα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπειρότοκος:''' adj. f никогда не рожавшая ([[παρθενία]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 16:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειρότοκος Medium diacritics: ἀπειρότοκος Low diacritics: απειρότοκος Capitals: ΑΠΕΙΡΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: apeirótokos Transliteration B: apeirotokos Transliteration C: apeirotokos Beta Code: a)peiro/tokos

English (LSJ)

ον,

   A not having brought forth, παρθενίη AP6.10 (Antip. Sid.).

German (Pape)

[Seite 285] im Gebären unerfahren, παρθενία Antip. Sid. 12 (VI, 10).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρότοκος: -ον, ἄπειρος τόκου, παρθένος, Ἀνθ. Π. 6. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne connaît pas l’enfantement, vierge.
Étymologie: ἄπειρος¹, τίκτω.

Spanish (DGE)

-ον
que no tiene experiencia del parto παρθενίη AP 6.10 (Antip.Sid.), cf. Cyr.Al.M.77.480C.

Greek Monolingual

ἀπειρότοκος, -ον (AM)
(μόνο στο θηλ.) αυτή που δεν έχει γεννήσει, η παρθένος.

Greek Monotonic

ἀπειρότοκος: -ον (τίκτω), γυναίκα που δεν έχει γεννήσει, παρθένα, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειρότοκος: adj. f никогда не рожавшая (παρθενία Anth.).