ἀπαράγραφος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κηρύκειον ἢ τὴν μάχαιραν → peace or the sword

Source
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀπαράγραφος]], -ον (Α)<br />[[ακαθόριστος]], [[απροσδιόριστος]].
|mltxt=[[ἀπαράγραφος]], -ον (Α)<br />[[ακαθόριστος]], [[απροσδιόριστος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαράγρᾰφος:''' не определенный, не поддающийся определению ([[ποσότης]] Polyb.).
}}
}}

Revision as of 16:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράγρᾰφος Medium diacritics: ἀπαράγραφος Low diacritics: απαράγραφος Capitals: ΑΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: aparágraphos Transliteration B: aparagraphos Transliteration C: aparagrafos Beta Code: a)para/grafos

English (LSJ)

ον,

   A incapable of definition, ποσότης Plb.16.12.10.

German (Pape)

[Seite 279] unbegrenzt, nicht zu bestimmen, ποσότης Pol. 16, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράγραφος: -ον, ἀπροσδιόριστος, ποσότης Πολύβ. 16. 12, 10.

Spanish (DGE)

-ον indefinible ποσότης Plb.16.12.10.

Greek Monolingual

ἀπαράγραφος, -ον (Α)
ακαθόριστος, απροσδιόριστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαράγρᾰφος: не определенный, не поддающийся определению (ποσότης Polyb.).