ἀπογείσωμα: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(1) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α [[ἀπογείσωμα]])<br />[[προεξοχή]] στέγης, το [[γείσο]]. | |mltxt=το (Α [[ἀπογείσωμα]])<br />[[προεξοχή]] στέγης, το [[γείσο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπογείσωμα:''' ατος τό навес, карниз Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A projecting cornice: metaph. of eyebrows, Arist.PA58b16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογείσωμα: το, γεῖσον, γραμμὴ προεξέχουσα ἄνωθεν, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 15, 1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
cornisa saliente fig. de las cejas, Arist.PA 658b16.
Greek Monolingual
το (Α ἀπογείσωμα)
προεξοχή στέγης, το γείσο.
Russian (Dvoretsky)
ἀπογείσωμα: ατος τό навес, карниз Arst.