ἀπόρνυμαι: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπόρνῠμαι:''' Παθ., [[ξεκινώ]], αφορμώ από έναν [[τόπο]], [[Λυκίηθεν]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ἀπόρνῠμαι:''' Παθ., [[ξεκινώ]], αφορμώ από έναν [[τόπο]], [[Λυκίηθεν]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπόρνῠμαι:''' двигаться, отправляться, выступать ([[Λυκίηθεν]] Hom.; [[ἔνθεν]] Hes.).
}}
}}

Revision as of 17:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρνῠμαι Medium diacritics: ἀπόρνυμαι Low diacritics: απόρνυμαι Capitals: ΑΠΟΡΝΥΜΑΙ
Transliteration A: apórnymai Transliteration B: apornymai Transliteration C: apornymai Beta Code: a)po/rnumai

English (LSJ)

   A start from a place, ἀπορνύμενον Λυκίηθεν Il.5.105, cf. Hes.Th.9, A.R.1.800.

German (Pape)

[Seite 322] (s. ὄρνυμι), von einem Orte aus aufbrechen, Λυκίηθεν Il. 5, 105; ἔνθεν Hes. Th. 9; sp. D., Ap. Rh. 1, 800; Col. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρνῠμαι: παθ. ἀφορμῶ, «ξεκινῶ» ἀπό τινος τόπου, ἀπορνύμενος Λυκίηθεν Ἰλ. Ε. 105, πρβλ. Ἡσ. Θ. 9, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 800.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s’élancer, partir de.
Étymologie: ἀπό, ὄρνυμαι.

English (Autenrieth)

(ὄρνῦμι): set out from; Λυκιηθεν, Il. 5.105†.

Spanish (DGE)

(ἀπόρνῠμαι)
partir, lanzarse desde Λυκίηθεν Il.5.105, ἔνθεν (Ἑλικῶνος) Hes.Th.9, Λήμνου A.R.1.800, Πιερίηθεν Epic.Alex.Adesp.SHell.938.4, ποταμοῖο Colluth.6.

Greek Monolingual

ἀπόρνυμαι (Α) όρνυμαι
1. σηκώνομαι και φεύγω
2. ξεκινώ από κάποιο μέρος.

Greek Monotonic

ἀπόρνῠμαι: Παθ., ξεκινώ, αφορμώ από έναν τόπο, Λυκίηθεν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρνῠμαι: двигаться, отправляться, выступать (Λυκίηθεν Hom.; ἔνθεν Hes.).