ἀποπελεκάω: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποπελεκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πελεκώ]] ή [[επιδιορθώνω]] με [[τσεκούρι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἀποπελεκάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πελεκώ]] ή [[επιδιορθώνω]] με [[τσεκούρι]], σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποπελεκάω:''' обтесывать словно топором (τὰς πύλας τοῖς ῥύγχεσιν Arph.).
}}
}}

Revision as of 17:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπελεκάω Medium diacritics: ἀποπελεκάω Low diacritics: αποπελεκάω Capitals: ΑΠΟΠΕΛΕΚΑΩ
Transliteration A: apopelekáō Transliteration B: apopelekaō Transliteration C: apopelekao Beta Code: a)popeleka/w

English (LSJ)

   A hew or trim with an axe, Ar.Av.1156, Thphr.HP 5.5.6:—also ἀποπελεκ-ίζω, AB438.

German (Pape)

[Seite 318] mit dem Beile behauen, Ar. Av. 1156.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπελεκάω: πελεκῶ, οἵ τοῖς ῥύγχεσιν ἀπεπελέκησαν τάς πύλας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1156, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 5, 6: - ὡσαύτως -πελεκίζω, Α. Β. 438. 17: - ἀποπελέκημα, τό, τεμάχιον ἐκ τοῦ πελεκηθέντος, Ἡσύχ. ἐν λέξει λατύπη.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tailler comme à coups de hache.
Étymologie: ἀπό, πελεκάω.

Spanish (DGE)

desbastar, descortezar con hacha τὰ ἔξω (τῶν ξύλων) Thphr.HP 5.5.6
tallar de los pájaros carpinteros τοῖς ῥύγχεσιν ... τὰς πύλας Ar.Au.1156.

Greek Monotonic

ἀποπελεκάω: μέλ. -ήσω, πελεκώ ή επιδιορθώνω με τσεκούρι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπελεκάω: обтесывать словно топором (τὰς πύλας τοῖς ῥύγχεσιν Arph.).