ἀρτίχειρ: Difference between revisions

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
(6)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτίχειρ]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει και τα δύο χέρια εξασκημένα, ο [[αμφιδέξιος]].
|mltxt=[[ἀρτίχειρ]], ο, η (Α)<br />αυτός που έχει και τα δύο χέρια εξασκημένα, ο [[αμφιδέξιος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀρτίχειρ:''' χειρος adj. имеющий ловкие руки Plat.
}}
}}

Revision as of 17:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίχειρ Medium diacritics: ἀρτίχειρ Low diacritics: αρτίχειρ Capitals: ΑΡΤΙΧΕΙΡ
Transliteration A: artícheir Transliteration B: articheir Transliteration C: articheir Beta Code: a)rti/xeir

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. χειρος,

   A strong of hand (cf. ἀρτίπους), Pl.Lg.795d.

German (Pape)

[Seite 363] mit gefunden, tüchtigen Händen, od. beide Hände gebrauchend, Plat. Legg. VII, 795 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίχειρ: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀμφοτέρας τὰς χεῖρας ἀρτίας, δηλ. ἐξησκημένας, ἰσχυράς, καὶ οὐ μόνον τὴν δεξιάν, ὁ δυνάμενος νὰ ποιῇ διὰ τῆς ἀριστερᾶς ὅ,τι καὶ διὰ τῆς δεξιᾶς, Πλάτ. Νόμ. 795D.

Spanish (DGE)

-ειρος
sano de brazos, manualmente capaz ἀρτίποδες καὶ ἀ. prontos de pies y manos Pl.Lg.795d, cf. D.C.66.8.1.

Greek Monolingual

ἀρτίχειρ, ο, η (Α)
αυτός που έχει και τα δύο χέρια εξασκημένα, ο αμφιδέξιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτίχειρ: χειρος adj. имеющий ловкие руки Plat.