ἀρτιθανής: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρτιθᾰνής:''' -ές ([[θνῄσκω]]), αυτός που [[μόλις]] πέθανε, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀρτιθᾰνής:''' -ές ([[θνῄσκω]]), αυτός που [[μόλις]] πέθανε, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρτιθᾰνής:''' только что умерший Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A just dead, E.Alc.600 (lyr.), Men. Prot.p.89D.
German (Pape)
[Seite 362] ές, jüngst gestorben, Eur. Alc. 608.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτιθᾰνής: -ές, ὁ πρὸ ὀλίγου ἀποθανών, Εὐρ. Ἄλκ. 600.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
mort depuis peu.
Étymologie: ἄρτι, θνῄσκω.
Spanish (DGE)
(ἀρτῐθᾰνής) -ές
recién muerto νέκυς E.Alc.600, cf. Nonn.Par.Eu.Io.11.13, Men.Prot.p.89.
Greek Monolingual
ἀρτιθανής, -ές (Α)
αυτός που πέθανε πριν λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -θανής < (θ.) θαν-, έθανον (αόρ. β' του θνήσκω) (πρβλ. αειθανής].
Greek Monotonic
ἀρτιθᾰνής: -ές (θνῄσκω), αυτός που μόλις πέθανε, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρτιθᾰνής: только что умерший Eur.