ἀποξηραίνω: Difference between revisions

From LSJ

Νικᾷ παλαιὰς χάριτας ἡ νέα χάρις → Officia vetera vincit officium novum → Die neue Gunst besiegt den alten Gunsterweis

Menander, Monostichoi, 386
(3)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποξηραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξηραίνω]] εντελώς, [[αποξηραίνω]] έναν ποταμό, σε Ηρόδ. — Παθ., ξηραίνομαι, [[γίνομαι]] εντελώς [[ξηρός]], λέγεται για ποταμούς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξηραίνω]], αφυγραίνω εντελώς, [[τὰς]] [[ναῦς]], σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀποξηραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[ξηραίνω]] εντελώς, [[αποξηραίνω]] έναν ποταμό, σε Ηρόδ. — Παθ., ξηραίνομαι, [[γίνομαι]] εντελώς [[ξηρός]], λέγεται για ποταμούς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ξηραίνω]], αφυγραίνω εντελώς, [[τὰς]] [[ναῦς]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποξηραίνω:''' осушать ([[ῥέεθρον]] Her.); сушить, высушивать (τὰς [[ναῦς]] Thuc.); pass. сохнуть, высыхать Her., Plat., Arst., Plut.
}}
}}

Revision as of 17:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποξηραίνω Medium diacritics: ἀποξηραίνω Low diacritics: αποξηραίνω Capitals: ΑΠΟΞΗΡΑΙΝΩ
Transliteration A: apoxēraínō Transliteration B: apoxērainō Transliteration C: apoksiraino Beta Code: a)pochrai/nw

English (LSJ)

   A dry up, τὸ ἀρχαῖον ῥέεθρον-ξηρῆναι Hdt.2.99:—Pass., to be dried up, of rivers, ἀποξηρανθῆναι Id.1.75; ἀπεξηρασμένου τοῦ . . ῥεέθρου ib.186, cf. 7.109.    2 generally, dry completely, τὰς ναῦς lay them up, Th.7.12:—Pass., ἀπεξηραμμένα κρεᾴδια Alex.124.11, cf. Thphr.HP8.11.3.

German (Pape)

[Seite 317] ab-, austrocknen, τὸ ῥέεθρον ἀποξηρᾶναι Her. 2, 99; τὰς ναῦς ἀποξηρᾶναι Thuc. 7. 12; pass. austrocknen, Plat. Tim. 65 d; ἀποξηρασμένον ῥέεθρον Her. 7, 109. 1, 86; Sp.; von Pflanzen, verdorren, Theophr. Bei Callim. Cer. 114 ist οἶκον ἀπεξήραινον ὀδόντες, leer machen, d. i. Alles aufzehren; ἀπεξηραμμένα Ath. IX, 383 d aus Alex. S. simpl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποξηραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ, ἐπὶ ποταμῶν, ξηραίνω ἐντελῶς, τὸ μὲν ἀρχαῖον ῥέεθρον ἀποξηρᾱναι Ἡρόδ. 2. 99: ― Παθ., ξηραίνομαι, γίνομαι ἐντελῶς ξηρός, τὸ… ῥέεθρον ἀποξηρανθῆναι ὁ αὐτ. 1. 75· ἀπεξηρασμένου τοῦ ῥεέθρου αὐτόθι 186, πρβλ. 7. 109. 2) καθόλου, ἐντελῶς ξηραίνω, τὰς ναῦς Θουκ. 7. 12: Παθ. τὰ κρεάδι’ ἔσται τ’ οὐκ ἀπεξηραμμένα Ἄλεξις ἐν «Λέβητι» 5. 11˙ κριθαὶ ἀπεξ. Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 8. 11, 3.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπεξήρανα;
dessécher, mettre à sec (un cours d’eau) ; Pass. être à sec.
Étymologie: ἀπό, ξηραίνω.

Spanish (DGE)

1 tr. en v. act. secar completamente τὸ ἀρχαῖον ῥέεθρον Hdt.2.99
dejar en seco ἀποξηρᾶναι (τὰς ναῦς) Th.7.12.
2 intr., gener. en v. med.-pas. secarse por completo de un río, Hdt.1.75, 186, cf. 7.109, de carnes, Alex.124.11, de plantas, Thphr.HP 8.11.3, cf. PTeb.773.5 (III a.C.), 1003.12 (II a.C.), PMich.423.10 (II d.C.), 617.13 (II d.C.), PWisc.3.47, 35.9 (II d.C.), de un vestido, Plu.2.696d, tb. en v. act. γῆ κεραμῖτις Hp.Morb.1.17
muy frec. en medic., del cuerpo o partes de él y de los humores secarse οὐ γὰρ ἀποξηραίνονται αἱ κοιλίαι Hp.Aër.10.9, κοιλίη ... ἀποξηρανθεῖσα vientre estreñido Hp.Morb.1.7, cf. Aër.10, Loc.Hom.13, tb. en v. act., Hp.Mul.2.112.

Greek Monolingual

κ. -ξεραίνω (AM ἀποξηραίνω)
1. ξεραίνω κάτι εντελώς
2. (για λίμνες, έλη κ.λπ.) αποστραγγίζω
μσν.- νεοελλ.
αφήνω κάτι εντελώς ξερό, χωρίς ζωή
αρχ.
αφανίζω.

Greek Monotonic

ἀποξηραίνω: μέλ. -ᾰνῶ,
1. ξηραίνω εντελώς, αποξηραίνω έναν ποταμό, σε Ηρόδ. — Παθ., ξηραίνομαι, γίνομαι εντελώς ξηρός, λέγεται για ποταμούς, στον ίδ.
2. ξηραίνω, αφυγραίνω εντελώς, τὰς ναῦς, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποξηραίνω: осушать (ῥέεθρον Her.); сушить, высушивать (τὰς ναῦς Thuc.); pass. сохнуть, высыхать Her., Plat., Arst., Plut.