ἄστακτος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄστακτος:''' αυτός που δεν στάζει, αυτός που ρέει, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἄστακτος:''' αυτός που δεν στάζει, αυτός που ρέει, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄστακτος:''' обильно льющийся ([[ὕδωρ]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A = ἀσταγής II, E.IT1242 (lyr.), Orph.Fr.47.
German (Pape)
[Seite 374] nicht tröpfelnd, sondern reichlich fließend, ὕδωρ Eur. I. T 1242.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coule abondamment litt. non goutte à goutte.
Étymologie: ἀ, στάζω.
Spanish (DGE)
-ον
que fluye constantemente ὕδατα E.IT 1242, cf. Hsch.α 7815.
Greek Monolingual
ἄστακτος, -ον (Α)
βλ. ἄσταχτος.
Greek Monotonic
ἄστακτος: αυτός που δεν στάζει, αυτός που ρέει, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἄστακτος: обильно льющийся (ὕδωρ Eur.).