ἄσκυλτος: Difference between revisions
ἔτυχες εἰς τὴν μάχην ὑπὸ τοῦ στρατηγοῦ πεμφθεὶς → you happened to be sent into the battle by the general
(6) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄσκυλτος]], -ον (AM)<br />ο [[ανενόχλητος]], ο [[ασάλευτος]]<br /><b>1.</b> ο [[ακλόνητος]], ο [[άφοβος]]<br /><b>2.</b> (για το [[κεφάλι]]) ο [[ακατάστατος]], ο [[απεριποίητος]], [[δηλαδή]] με [[μακριά]] μαλλιά<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀσκύλτως</i><br />[[χωρίς]] τραυματισμό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν τραυματίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκύλλω]] «[[ενοχλώ]], [[ταράσσω]], [[ξεσχίζω]]»]. | |mltxt=[[ἄσκυλτος]], -ον (AM)<br />ο [[ανενόχλητος]], ο [[ασάλευτος]]<br /><b>1.</b> ο [[ακλόνητος]], ο [[άφοβος]]<br /><b>2.</b> (για το [[κεφάλι]]) ο [[ακατάστατος]], ο [[απεριποίητος]], [[δηλαδή]] με [[μακριά]] μαλλιά<br /><b>3.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀσκύλτως</i><br />[[χωρίς]] τραυματισμό<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν τραυματίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκύλλω]] «[[ενοχλώ]], [[ταράσσω]], [[ξεσχίζω]]»]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄσκυλτος:''' находящийся в покое, не потревоженный ([[πούς]] Sext.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A not pulled about, Heliod. ap. Orib.50.47.5, Philum. ap.Aët.9.23; undisturbed, S.E.P.1.71, POxy.532.14 (ii A.D.); ἱερὸν ἄ. IG12(9).15 (Carystus). Adv. -τως without being mangled or hurt, Eust.1252.55. II Act., without causing laceration, Herod.Med. ap.Orib.10.7.1: Comp. -ότερον Sor.1.3.
German (Pape)
[Seite 372] nicht zerrissen, nicht gequält, Sp.
Spanish (DGE)
-ον
I 1no sometido a tirones, no desgarrado ὁ κρεμαστὴρ ὅ τε δίδυμος ... ἄσκυλτοι τύχοιεν εἶναι Heliod. en Orib.50.47.5, εἴ ποτε τραῦμα ἐν ποδὶ σχοίη, μετεωρίζει τοῦτον καὶ ὡς οἷόν τε ἄσκυλτον τηρεῖ S.E.P.1.71, χωρὶς τῆς ... ἐκ τῶν ἥλων ἀσφαλείας ἄσκυλτον ἐπιμεῖναι Mart.Pol.13.3
•no estorbado, no expuesto a ninguna molestia del enfermo en cama ἄ. μενέτω Philum. en Aet.9.23, ἄ. οὗτος ὁ τρόπος καὶ ἀφοβώτερος Sor.53.7, τὸ ἄσκυλτον τῆς καθέσεως Sor.138.6
•sin pelar ἄσκυλτον ... τὴν κεφαλήν Const.App.1.3.8
•intacto, indemne οὐρανοδρόμον ... ἅρμα ... ἄσκυλτον Tim.Ant.Sym.M.86.240A, ἱερόν IG 12(9).15, τὸ μνημεῖον INikaia 556.8 (IV/V d.C.).
2 en cláusulas contractuales libre de cualquier perjuicio κἀμὲ ἄσκυλτον ποιήσῃς POxy.532.14 (II d.C.), ἀπαρενόχλητον καὶ ... ἄσκυλτον παρέξειν τὸν Φιλοσαρᾶπιν POxy.2769.23 (III d.C.), cf. PHarris 64.20 (III/IV d.C.), POxy.2859.18 (IV d.C.).
II adv. -ως íntegramente, de forma que no se rompa de cálculos κομιζόμενθι τὸν λίθον ἀσκύλτως Gal.14.785
•sin daño, de manera incólume ἀ. διαμένεις Nil.M.79.577A, cf. 865D
•de forma que no dé tirones del uso del peine τὴν κεφαλὴν ἀ. διαπονῆσαι Herod.Med. en Orib.10.17.1.
Greek Monolingual
ἄσκυλτος, -ον (AM)
ο ανενόχλητος, ο ασάλευτος
1. ο ακλόνητος, ο άφοβος
2. (για το κεφάλι) ο ακατάστατος, ο απεριποίητος, δηλαδή με μακριά μαλλιά
3. επίρρ. ἀσκύλτως
χωρίς τραυματισμό
αρχ.
αυτός που δεν τραυματίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκύλλω «ενοχλώ, ταράσσω, ξεσχίζω»].
Russian (Dvoretsky)
ἄσκυλτος: находящийся в покое, не потревоженный (πούς Sext.).