ἄτυμβος: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄτυμβος:''' -ον, αυτός που δεν έχει τύμβο, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἄτυμβος:''' -ον, αυτός που δεν έχει τύμβο, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄτυμβος:''' Luc. = [[ἀτύμβευτος]].
}}
}}

Revision as of 17:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτυμβος Medium diacritics: ἄτυμβος Low diacritics: άτυμβος Capitals: ΑΤΥΜΒΟΣ
Transliteration A: átymbos Transliteration B: atymbos Transliteration C: atymvos Beta Code: a)/tumbos

English (LSJ)

ον,

   A without burial, without a tomb, Luc.Cont.22. Adv. -βως prob. in Anatolian Studies p.118.

German (Pape)

[Seite 390] ohne Begräbniß, Luc. Cont. 22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans tombeau.
Étymologie: ἀ, τύμβος.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene tumba, insepulto, ἀνήρ Luc.Cont.22.
2 adv. -ως sin tumba, ASR 118.

Greek Monolingual

ἄτυμβος και ἀτύμβευτος, -ον (Α) τύμβος
ο άταφος.

Greek Monotonic

ἄτυμβος: -ον, αυτός που δεν έχει τύμβο, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτυμβος: Luc. = ἀτύμβευτος.