ἄτυμβος
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἄτυμβον, without burial, without a tomb, Luc.Cont.22. Adv. ἀτύμβως prob. in Anatolian Studies p.118.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene tumba, insepulto, ἀνήρ Luc.Cont.22.
2 adv. ἀτύμβως = sin tumba, ASR 118.
German (Pape)
[Seite 390] ohne Begräbniß, Luc. Cont. 22.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans tombeau.
Étymologie: ἀ, τύμβος.
Greek Monolingual
ἄτυμβος και ἀτύμβευτος, -ον (Α) τύμβος
ο άταφος.
Greek Monotonic
ἄτυμβος: -ον, αυτός που δεν έχει τύμβο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτυμβος: Luc. = ἀτύμβευτος.
Middle Liddell
without a tomb, Luc.