ἀφάρμακτος: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(7) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀφάρμακτος]], -ον (Α) [[φαρμακτός]]<br />αυτός που δεν περιέχει [[δηλητήριο]]. | |mltxt=[[ἀφάρμακτος]], -ον (Α) [[φαρμακτός]]<br />αυτός που δεν περιέχει [[δηλητήριο]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφάρμακτος:''' не отравленный ([[κύλιξ]] Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:32, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unanointed, Nic. Th.115; unpoisoned, κύλιξ ἀ. Luc.DMort.7.2.
German (Pape)
[Seite 407] nicht vergiftet, κύλιξ Luc. Mort. D. 7, 2; Nic. Ther. 115.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφάρμακτος: -ον, = τῷ προηγ., ἰδίως μὴ δηλτηριασθείς, Νικ. Θ. 115· κύλιξ ἀφ. Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 7. 2· ἀφαρμάκτοις.. βέλεσι Στράβων 499 (ἔνθα ὁ Κοραῆς διορθοῖ φαρμακτοῖς).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non empoisonné.
Étymologie: ἀ, φαρμάσσω.
Spanish (DGE)
-ον
I no ungido con algún fármaco ἀφαρμάκτῳ χροΐ Nic.Th.115.
II 1no envenenado κύλιξ Luc.DMort.17.2, ποταμός Nonn.D.22.78.
2 inmune al veneno ἀφάρμακτοι ... τὴν φύσιν εἰσίν Procl.in Alc.258.
Greek Monolingual
ἀφάρμακτος, -ον (Α) φαρμακτός
αυτός που δεν περιέχει δηλητήριο.
Russian (Dvoretsky)
ἀφάρμακτος: не отравленный (κύλιξ Luc.).