ἀτάρβακτος: Difference between revisions
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀτάρβακτος]], -ον (Α)<br />[[ατρόμητος]], [[αφόβητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ταρβώ]] (-<i>έω</i>) «[[φοβάμαι]], [[τρομάζω]]». Ο [[σχηματισμός]] του τ. [[ατάρβακτος]] πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[ατάρμυκτος]] ]. | |mltxt=[[ἀτάρβακτος]], -ον (Α)<br />[[ατρόμητος]], [[αφόβητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ταρβώ]] (-<i>έω</i>) «[[φοβάμαι]], [[τρομάζω]]». Ο [[σχηματισμός]] του τ. [[ατάρβακτος]] πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[ατάρμυκτος]] ]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτάρβακτος:''' Pind. = [[ἀτάρβητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unaffrighted, γνώμα Pi.P.4.84; γυνά B.5.139; cf. ἀτάρμυκτος.
German (Pape)
[Seite 383] γνώμη Pind. P. 4, 84, furchtlos, seit Böckh im Text. Vgl. ἀτάρμυκτος.
English (Slater)
ᾰτάρβακτος, -ον
1 intrepid, dauntless γνώμας ἀταρβάκτοιο (P. 4.84)
Spanish (DGE)
-ον
que no tiembla, intrépido, firme γυνά B.5.139, γνώμα Pi.P.4.84.
• Etimología: v. τάρβος, ταρβέω.
Greek Monolingual
ἀτάρβακτος, -ον (Α)
ατρόμητος, αφόβητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + ταρβώ (-έω) «φοβάμαι, τρομάζω». Ο σχηματισμός του τ. ατάρβακτος πιθ. αναλογικά προς το ατάρμυκτος ].
Russian (Dvoretsky)
ἀτάρβακτος: Pind. = ἀτάρβητος.