ἀφρούρητος: Difference between revisions
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
(7) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀφρούρητος]], -ον)<br />αυτός που δεν φρουρείται ή δεν επιτηρείται. | |mltxt=-η, -ο (AM [[ἀφρούρητος]], -ον)<br />αυτός που δεν φρουρείται ή δεν επιτηρείται. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφρούρητος:''' <b class="num">1)</b> не находящийся под стражей (ἀ. καὶ [[ἐλεύθερος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> не охраняемый (ἀφρούρητον μηδὲν [[ἔστω]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> не имеющий гарнизона ([[πόλις]] Polyb., Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unguarded, Pl.Lg.760a, Plu.2.34of; ungarrisoned, Plb.4.25.7, al., Plu.Flam.10: metaph., Gal.18(1).321.
German (Pape)
[Seite 415] unbewacht, Plat. Legg. VI, 760 a; πόλις, ohne Besatzung, Pol. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφρούρητος: -ον, ὁ μὴ φρουρούμενος, στερούμενος φρουρᾶς, Πλάτ. Νόμ. 760Α, Πολύβ. 4. 25, 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 sans gardien;
2 sans garnison.
Étymologie: ἀ, φρουρέω.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. -ρα IAE 25.4 (III a.C.)
carente de protección, desprotegido ἀφρούρητον ... μηδὲν εἰς δύναμιν ἔστω ref. a la ciu., Pl.Lg.760a, cf. Plu.2.340f, χώρα Gal.18(1).321, αὐτόνομοι ὄντες καὶ ἀφρούρατοι IAE l.c.
•en sent. militar carente de protección πόλις IIl.45.14 (II a.C.), πόλεις Plb.4.25.7, ἀφιᾶσιν ἀφρουρήτους καὶ ἐλευθέρους (τοὺς Κορινθίους, Φωκείς ...) Plu.Flam.10, πύλαι Longus 3.2.1, νηῦς Longus 2.13.1.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφρούρητος, -ον)
αυτός που δεν φρουρείται ή δεν επιτηρείται.
Russian (Dvoretsky)
ἀφρούρητος: 1) не находящийся под стражей (ἀ. καὶ ἐλεύθερος Plut.);
2) не охраняемый (ἀφρούρητον μηδὲν ἔστω Plat.);
3) не имеющий гарнизона (πόλις Polyb., Plut.).