ἀχυρός: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀχῡρός:''' ή ἄχῡρος, ὁ, στοίβα από άχυρα, σε Αριστοφ.· [[αλλά]] [[ἀχυρμός]] είναι πιθ. ο [[πραγματικός]] [[τύπος]]. | |lsmtext='''ἀχῡρός:''' ή ἄχῡρος, ὁ, στοίβα από άχυρα, σε Αριστοφ.· [[αλλά]] [[ἀχυρμός]] είναι πιθ. ο [[πραγματικός]] [[τύπος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀχῠρός:''' или ἄχῠρος (ᾰ) ὁ Arph. v. l. = [[ἀχυρμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 31 December 2018
English (LSJ)
or ἄχῡρος [ᾰ], ὁ,
A chaff-heap, Eup.299, Ar.Fr.10D., Pl. Com.6, and in the best Mss. of Ar.V.1310: but ἀχυρμός should be read.
German (Pape)
[Seite 420] ὁ, Spreuhaufe, att. für ἀχυρών, nach Phryn. B. A. p. 7, der wie Arcad. p. 72, 5 den Accent so angiebt, aber hinzufügt εἴρηται καὶ ἄχυρος Eupol. bei Schol. Ar. Vesp. 1310.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. ἀχυρμός.
Spanish (DGE)
(ἀχῠρός) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἄχυρος Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-ῠ- según Phot.α 3470]
pajar καιόμενον τὸν ἀχυρόν Ar.Fr.234, cf. Eup.321, Pl.Com.6, Phryn.PS p.9, Hsch., Phot.l.c., Eust.1698.30.
Greek Monolingual
ἀχυρός και ἄχυρος, ο (Α)
σωρός από άχυρα.
Greek Monotonic
ἀχῡρός: ή ἄχῡρος, ὁ, στοίβα από άχυρα, σε Αριστοφ.· αλλά ἀχυρμός είναι πιθ. ο πραγματικός τύπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀχῠρός: или ἄχῠρος (ᾰ) ὁ Arph. v. l. = ἀχυρμός.