βάγμα: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βάγμα:''' -ατος, τό ([[βάζω]]), [[ομιλία]], σε Αισχύλ. | |lsmtext='''βάγμα:''' -ατος, τό ([[βάζω]]), [[ομιλία]], σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βάγμα:''' ατος τό слово, pl. речь: δύσθροα βάγματα Aesch. горькие жалобы. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό, (βάζω)
A speech, A.Pers.637 (lyr.,pl.).
German (Pape)
[Seite 423] τό, Rede, im plur., Aesch. Pers. 628.
Greek (Liddell-Scott)
βάγμα: -ατος, τό, (βάζω) ὁμιλία, λόγος, δύσθροα βάγματα Αἰσχύλ. Πέρσ. 636.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
parole ; τὰ βάγματα discours.
Étymologie: βάζω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
voz, grito δύσθροα βάγματα A.Pers.636.
• Etimología: v. βάζω.
Greek Monolingual
βάγμα, το (Α) βάζω (III)]
λόγος, ομιλία.
Greek Monotonic
βάγμα: -ατος, τό (βάζω), ομιλία, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βάγμα: ατος τό слово, pl. речь: δύσθροα βάγματα Aesch. горькие жалобы.