βελοσφενδόνη: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βελοσφενδόνη:''' ἡ, [[βέλος]] τυλιγμένο με [[στουπί]] και [[πίσσα]], το οποίο εκτοξεύεται φλεγόμενο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''βελοσφενδόνη:''' ἡ, [[βέλος]] τυλιγμένο με [[στουπί]] και [[πίσσα]], το οποίο εκτοξεύεται φλεγόμενο, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''βελοσφενδόνη:''' ἡ зажигательный снаряд Plut.
}}
}}

Revision as of 17:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βελοσφενδόνη Medium diacritics: βελοσφενδόνη Low diacritics: βελοσφενδόνη Capitals: ΒΕΛΟΣΦΕΝΔΟΝΗ
Transliteration A: belosphendónē Transliteration B: belosphendonē Transliteration C: velosfendoni Beta Code: belosfendo/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A dart wrapped with pitch and tow, and thrown while on fire from an engine, Plu.Sull.18.

German (Pape)

[Seite 441] ἡ, Pfeilschleuder; bes. mit Werg umwickelte u. mit Pech bestrichene Brandpfeile, Plut. Sull. 18; vgl. Liv. 21, 8, falarica.

Greek (Liddell-Scott)

βελοσφενδόνη: ἡ, βέλος μέ στυππεῖον καὶ πίσσαν τετυλιγμένον καὶ ῥιπτόμενον ἐκ μηχανῆς, ἐνῷ διατελεῖ φλεγόμενον, Πλούτ. Συλλ. 18· Λατ. falarica, Λίβ. 21. 8.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
flèche garnie d’une étoupe enflammée.
Étym. lat. falarica.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ hondada tal vez de catapulta, Plu.Sull.18.

Greek Monolingual

βελοσφενδόνη, η (Α)
βέλος τυλιγμένο με στουπί και πίσσα, που εκσφενδονίζεται αναμμένο.

Greek Monotonic

βελοσφενδόνη: ἡ, βέλος τυλιγμένο με στουπί και πίσσα, το οποίο εκτοξεύεται φλεγόμενο, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

βελοσφενδόνη: ἡ зажигательный снаряд Plut.